Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Μια μικρή -παλιά;- ιστορία για μια μεγάλη σημερινή...

Έχουν περάσει πια 17 χρόνια που την έχασα, αλλά τη σκέφτομαι σχεδόν κάθε μέρα. Τη θυμάμαι με τα διαφόρων χρωμάτων μαντήλια στα μαλλιά, με τα μεγάλα πιαστράκια δεξιά κι αριστερά που συγκρατούσαν τα γκρίζα της μαλλιά όταν έβγαζε τα μαντήλια, την αίσθηση από τα βαμβακερά ρούχα της όταν με κράταγε αγκαλιά, τα χέρια της που ήταν απαλά, με έντονο ροζ, και οι φλέβες να διαγράφονται έντονα στα λεπτά της χέρια. Τα χρόνια κι οι δυσκολίες δεν κρύβονται. Θυμάμαι το πρόσωπό της όταν έπαθε ένα από τα πολλά εγκεφαλικά επεισόδια που την ταλαιπώρησαν χρόνια μέχρι να την καταστήσουν κατάκοιτη και ένα χρόνο μετά να "φύγει" στο δρόμο προς το νοσοκομείο καθώς τη μετέφερε το ασθενοφόρο μετά από άλλο ένα επεισόδιο.
Το ανήσυχο βλέμμα της λίγο πριν το τέλος, όταν πια είχαν αρχίσει οι παραισθήσεις και τα δάκρυα που κυλούσαν απ' τα μάτια της συμβουλεύοντας τη μητέρα μου κι εμάς, τα εγγόνια της, να προσέχουμε ο ένας τον άλλο.
Ανησυχούσε πάντα, για τα πάντα, είχε ένα μόνιμο φόβο, μήπως συμβεί "το κακό". Δεν ησύχαζε, δεν ένιωθε ασφαλής, αλλά δεν έπαψε ποτέ να ανθίσταται κι ας ήταν αυτή η δύναμη, που απ' το πουθενά έβρισκε, η αιτία να εξαντλείται με αποτέλεσμα στο πέρασμα των ετών να μεταφράζεται σε γαστροραγίες, καρδιακά προβλήματα κι εγκεφαλικά επεισόδια. Ακόμη και το σώμα αντιδρά σ' αυτό.
Η μητέρα της, μαζί με όλη την οικογένεια, πήγαν στις Σέρρες το '22, με το διωγμό. Η γιαγιά είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα στο σπίτι τους στη Ραιδεστό. Ο διωγμός τους βρήκε ξαφνικά με την απαίτηση να ξεριζωθούν, να αφήσουν το σπίτι τους, την περιουσία τους, το μπακάλικο του πατέρα της και κυρίως, το μνήμα της πρώτης του γυναίκας. Δύο παιδιά δεν μπόρεσαν να ξαναπάνε στον τάφο της μητέρας τους, πώς να πάρεις μαζί έναν τάφο; Ακόμη κι αν είναι ό,τι σε καθορίζει ως ύπαρξη μέσα σ' αυτόν;
Πήγαν όμως στις Σέρρες και συγκεκριμένα σ' ένα χωριό του νομού, έφτιαξαν το σπίτι τους, ο πατέρας της άνοιξε ένα καινούργιο μπακάλικο, εκείνη δεν θυμόταν ζωή πριν από εκεί, ήταν μόλις ενός έτους. Όλη της η ζωή έχει σερραϊκές μνήμες. Αλλά και μια μάνα με μνήμες Θράκης.
Στον πόλεμο του '40 ο πατέρας της είχε κρύψει ένα βαρέλι με λίρες που είχε φέρει από τη Ραιδεστό και απ' όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς, σ' ένα χωράφι τους, ώστε ό,τι και να γίνει να έχουν μια εξασφάλιση, όταν περάσει κι αυτό, να ορθοποδήσουν. Είχε ζήσει μια φορά  το να τα χάνεις όλα και να πρέπει να ξεκινήσεις απ' την αρχή ξανά, αυτή τη φορά ήξερε πόσο δύσκολο ήταν. Την επόμενη μέρα, το βαρέλι είχε εξαφανιστεί, κάποιος ή κάποιοι είχαν δει πού το έκρυψε και το έκλεψαν. Μετά από 20 χρόνια ήταν σαν να τον έδιωχναν ξανά, αλλά τα κατάφερε.
Κι ύστερα έρχεται ο εμφύλιος, τα αδέρφια της γιαγιάς μου φεύγουν και κρύβονται στα βουνά. Στο σπίτι έχουν μείνει μόνο γυναίκες και παιδιά, τα ανίψια της. Γυναίκες-ηρωίδες, γυναίκες που φάνηκαν πιο γενναίες απ' όσο όλοι οι άντρες μαζί.
Μια μέρα μπαίνουν στο σπίτι άντρες-δεν έχει σημασία σε ποιο στρατόπεδο ανήκαν, δεν έχει τόση σημασία- και απαιτούν να τους δώσουν ό,τι είχαν, από το γάλα και το τυρί που έφτιαχναν από τα λίγα ζώα που εξέτρεφαν μέχρι αντικείμενα αξίας, αλλιώς... Η γιαγιά μου, η μητέρα της, τα ανίψια της μπροστά σ' αυτούς τους άντρες με τα όπλα που απειλούσαν τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους. Άλλη μια φορά που ήθελαν να τους τα πάρουν όλα. Η γιαγιά μου-πανέμορφη γυναίκα, αρχοντική ομορφιά- μπήκε μπροστά με θάρρος(απορώ πού το βρήκε, μάλλον κι εκείνη θα αναρωτιόταν) και τους είπε πως αυτά είναι ο κόπος τους, το βιός τους, δεν το δίνουν και δεν έχουν κανένα δικαίωμα να το ζητούν. Οι άντρες τότε θέλοντας να την τρομάξουν απευθύνθηκαν στη μητέρα της λέγοντάς της πως είτε τους τα δίνει είτε παίρνουν και την κόρη της μαζί τους φεύγοντας. Η γιαγιά δεν πτοήθηκε(κι ας γινόταν μέσα της ένας χορός φόβου, πανικού, τρόμου) και είπε πως δεν την νοιάζει, δεν φοβάται, αλλά δεν θα πάρουν σίγουρα τα υπάρχοντά τους. Η μητέρα της μπήκε μπροστά στη γιαγιά για να μην πειράξουν το παιδί της, αλλά ήταν τέτοιο το σοκ από το φόβο της μάνας για το παιδί της που από τότε δεν ξαναμίλησε ποτέ. Οι άντρες βέβαια έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτε και κανέναν.
Τη μητέρα της γιαγιάς μου από τότε την μετέφεραν από το κρεβάτι στην καρέκλα και στον καναπέ σαν κούκλα, αμίλητη, είχε πάψει να αντέχει τη ζωή μες στο φόβο, μες στη μόνιμη απειλή. Είχε ζήσει τόση βία, τόση σκληρότητα, τόση αδικία, τόσο φόβο που δεν αναλογούσε στο χρόνο ζωής της.
Αυτή η γυναίκα που έζησε το διωγμό, τον ξεριζωμό, το να μηδενίζεται η ζωή σου και να πρέπει να ξεκινάς απ' την αρχή, έναν πόλεμο, το χαμό ενός παιδιού κι έναν εμφύλιο πόλεμο, παραιτήθηκε απ' τον αγώνα να καταλάβει γιατί τόση βία, μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική. Όταν οι συμπατριώτες σου σε δέχονται σαν ξένο, σαν πρόσφυγα, μετά σε κλέβουν γιατί θα' σαι πάντα λίγο καλύτερος απ' αυτούς, αλλά και πάντα ξένος γι' αυτούς. Στη συνέχεια πολεμούν ο ένας τον άλλον και μπαίνουν με τη βία μέσα στο σπίτι σου θέλοντας να κλέψουν και απειλώντας να σε απάγουν και να σε κακοποιήσουν... Απειλώντας αθώες κι ανυπεράσπιστες γυναίκες. Αυτές οι γυναίκες έχτιζαν κάθε φορά τη ζωή τη δική τους και της οικογένειάς τους απ' την αρχή. Κάθε φορά.
Ζούσαν με το φόβο κάθε μέρα για όλη τους τη ζωή, πίστευαν ότι το κακό παραμονεύει στην επόμενη στροφή. Δεν έδειξαν ποτέ το φόβο τους, στέκονταν με θάρρος απέναντι σ' αυτόν, αλλά έδειχναν μια δύναμη που μέσα τους αποδομούσε τα πάντα.Η μητέρα της έζησε τα υπόλοιπα-κι ήταν πολλά- χρόνια της ζωής της χωρίς να ξανακουστεί η φωνή της. Η γιαγιά μου φοβόταν για τον παππού, αν θα γυρίσει σώος, πού είναι, γιατί αργεί, μήπως έπαθε κάτι, φοβόταν για τις κόρες της, μήπως τους συμβεί ο,τιδήποτε κι ύστερα φοβόταν για μας, ανησυχούσε από τα πιο ασήμαντα μέχρι τα πιο σημαντικά.
Κι όλος αυτός ο φόβος, όλος αυτός ο καταπιεσμένος φόβος, γιατί έπρεπε να είναι, να δείχνει δυνατή, ήταν ο λόγος της τόσο εύθραυστης κι επιβαρυμένης υγείας της. Αλλά κι εκεί ακόμη ήταν η δυνατή, γιατί απαγόρευε στον εαυτό της να γίνει ο λόγος που θα φοβηθούν και θα στεναχωρηθούν οι άλλοι.
Οι γυναίκες προστάτευσαν την οικογένεια, την περιουσία, την αξιοπρέπειά τους. Κανείς άνδρας.
Κι αν αναρωτιέστε γιατί έγραψα όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή. Γιατί σήμερα βλέποντας τί συνέβη στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη με την άνανδρη, αρρωστημένη κι απεχθή επίθεση του χρυσαυγίτη Κασιδιάρη σε δύο γυναίκες υποψήφιες βουλευτές, όπου η δεύτερη δέχθηκε επίθεση προσπαθώντας να προστατεύσει την πρώτη, ενώ υπήρχαν τόσοι άνδρες που κοιτούσαν αποσβολωμένοι, θυμήθηκα τί μ' έμαθε η υπέροχη γιαγιά μου εκείνα τα έξι χρόνια που ζήσαμε μαζί.
Δυνατός δεν είναι ο άντρας που μπορεί να επιτεθεί επειδή έχει δύναμη, δυνατός είναι ο άνθρωπος που δεν επιτίθεται, αλλά είναι πάντα έτοιμος να σε προστατέψει και να σε υπερασπιστεί υπερβαίνοντας τις δυνάμεις του και το φόβο.
Κι ήταν γυναίκες...
Ελπίζω όλοι όσοι ψήφισαν την εν λόγω οργάνωση να συνεχίζουν να νιώθουν ασφαλείς και περήφανοι με την επιλογή τους... Ετοιμαστείτε, θα μπουν και στα σπίτια σας. Φροντίστε να έχετε κάτι να τους κεράσετε, έστω κάποιον που να χρησιμεύει ως σάκος του μποξ...
Λυπάμαι για σας, αλλά περισσότερο λυπάμαι για όλους εμάς που βλέπουμε όλα αυτά και γίνεται η καρδιά μας κομμάτια και το μυαλό μας πετά σπίθες από την προσπάθεια να καταλάβουμε τα ανεξήγητα.
Όπως μας υπενθύμισε με την απαγγελία του χθες ο αγαπημένος ποιητής Τίτος Πατρίκιος το στίχο του αλεξανδρινού μας ποιητή, αυτοί οι άνθρωποι ήταν: "Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος..."  Σαν...