Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα μιλούν για ένα διαφορετικό κρυφτό...

Γερμανική Κατοχή και Έλληνες Εβραίοι, μια ιστορία που δεν βρήκε το χώρο που της αξίζει στην Ιστορία. Η Θεσσαλονίκη είχε έναν πολύ μεγάλο αριθμό Εβραίων, περίπου 50.000 μέσα σε πληθυσμό 250.000 κατοίκων. Οι Γερμανοί έφτασαν πρώτα εκεί, η Αθήνα ήταν ακόμη υπό Ιταλική κατοχή.
Στην αρχή ο φόβος ήταν υπόκωφος, κάτι περίμεναν, αλλά ακόμη τίποτε δεν είχε συμβεί. Μέχρι τη στιγμή που οι Εβραίοι έπρεπε να "δηλωθούν", ώστε να καταγραφούν σε λίστες και να μετακομίσουν στο γκέτο που δημιουργήθηκε γι' αυτούς. Τους επέβαλλαν να φορούν ένα αστέρι στο πέτο για να τους ξεχωρίζουν κι έτσι ξαφνικά έγιναν στιγματισμένοι για κάτι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν.
Στην Κρήτη μία από τα ίδια, άνθρωποι που ως τότε δεν είχαν ασχοληθεί με την πίστη ή την καταγωγή τους, την όποια διαφορετικότητα, βρέθηκαν κυνηγημένοι. Μέσα σε καΐκια έφευγαν, όσοι μπορούσαν, κρυφά ή φυγάδευαν την οικογένειά τους στην Αθήνα. Η Ιταλική κατοχή ήταν μέσα στον όλεθρο μία ελπίδα, εκεί τουλάχιστον δεν τους κυνηγούσαν, δεν τους ξεχώριζαν. Το μη χείρον, βέλτιστον.
Στα Γιάννενα οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά, το σχολείο και η Συναγωγή ήταν στο τέλος της Μεγάλης Ρούγας. Τα νέα για τον κίνδυνο έφτασαν κι εκεί, όσοι μπόρεσαν κατέβηκαν στην Αθήνα, αλλά και πάλι κρύβονταν. Άλλαξαν ονόματα, ζούσαν με το φόβο και σαν φυλακισμένοι.
Κι οι Γερμανοί δεν άργησαν να μπουν στην Αθήνα. Ξαφνικά δεν υπήρχε πουθενά σωτηρία, τώρα πια κινδύνευαν παντού.
Στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο της πόλης στην Τσιμισκή, σ' ένα διαμέρισμα φιλοξενούνταν μια πενταμελής εβραϊκή οικογένεια από μία χριστιανική ενός γιατρού. 548 ημέρες κρυμμένοι, κλεισμένοι, να κοιτούν πίσω από τις γρίλιες το δρόμο για να μην τους δουν, σιωπηλοί για να μην τους ανακαλύψουν. 548 ημέρες, γιατί, όπως είπε και η Ροζίνα που τότε ως μικρό κορίτσι είχε ζήσει όλο αυτό, τον εγκλεισμό δεν τον μετράς με χρόνια ή μήνες, τον μετράς με μέρες. Μα κάθε μέρα ήταν κέρδος ζωής, γιατί ζούσαν άλλη μία μέρα.
Από εκείνο το παράθυρο πίσω από τις γρίλιες είδαν και το πογκρόμ των Εβραίων που είχαν συλληφθεί και θα οδηγούνταν στην Πολωνία. Ο πατέρας της έπεσε στα γόνατα και δάκρυσε, εκείνη παιδούλα, κοίταξε το πλήθος και μέσα σ' αυτό είδε μια μαυροφόρα ηλικιωμένη γυναίκα και την αναγνώρισε. Ήταν η γιαγιά της και μητέρα του πατέρα της. Τότε συνειδητοποίησε πόσο μεγάλη θυσία έκανε ο πατέρας της, θυσίασε την προηγούμενη γενιά για να σώσει την επόμενη...
Όποιος έκρυβε Εβραίους ήταν καταδικασμένος να τουφεκιστεί. Κι όμως, το μεγαλείο της ψυχής υπερνίκησε τον όποιο φόβο και έσωσαν τους ανθρώπους που έζησαν για να διηγηθούν αυτή τη φρικτή ιστορία.
Η Λέλα Καραγιάννη είχε 7 παιδιά. Προστάτευε και φυγάδευε Εβραίους. Οι Γερμανοί την συνέλαβαν, στο αυτοκίνητο που την οδηγούσε στο απόσπασμα εκείνη τραγουδούσε... Έσωσε αμέτρητες ανθρώπινες ζωές και δεν το μετάνιωσε μέχρι τέλους. Δεν τους πρόδωσε ποτέ. Εκείνοι της χρωστούν αιώνια ευγνωμοσύνη, τα παιδιά και τα εγγόνια τους δεν θα ξεχάσουν ποτέ σε ποιον οφείλουν τη ζωή τους.
Όταν οι Γερμανοί ανακοίνωσαν στους Ισραηλίτες ότι θα αφήσουν τα υπάρχοντά τους και μ' ένα μπόγο στον ώμο θα πάνε στην Πολωνία, αυτό που τους είπαν είναι πως θα τους δώσουν εκεί σπίτια και δουλειά. Κανείς τους δεν ήξερε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε για τα κρεματόρια. Στοιβάχτηκαν, χειρότερα κι από ζώα, στα βαγόνια και χωρίς να το γνωρίζουν όδευαν προς το θάνατο.
Ο Μάριος θυμάται τη στιγμή που είδε από τη διπλανή αυλή τους Γερμανούς να έρχονται με τον πατέρα του, τον οποίο είχαν συλλάβει, στο σπίτι που τους φιλοξενούσε για να πιάσουν και την υπόλοιπη οικογένεια. Η μητέρα του πρόλαβε να τους ειδοποιήσει να φύγουν απ' το σπίτι, αλλά η μικρή του αδερφή έβγαινε όταν είχαν φτάσει πια οι Γερμανοί. Η πιτσιρίκα πήγαινε προς το μέρος του πατέρα της, ο οποίος της γύρισε την πλάτη για να μην τον αναγνωρίσει και καταλάβουν οι Γερμανοί ότι είναι η κόρη του. Η μικρούλα σάστισε και πήγε προς το διπλανό σπίτι που βρίσκονταν τα αδέρφια της. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν. Ο επόμενος σταθμός για εκείνον ήταν το Άουσβιτς.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος περίμεναν να γυρίσει, αλλά δεν γύρισε ποτέ κι ο Μάριος δεν ρώτησε τί του συνέβη. Πριν μερικά χρόνια πήγε στο Άουσβιτς και είδε τί είχε γίνει εκεί.
Λίγο πριν το τέλος του πολέμου και την ήττα της Γερμανίας, μια ομάδα κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε προσπαθήσει να ανατινάξει τα κρεματόρια. Μέσα σ' αυτήν την ομάδα ήταν 300 Έλληνες. Μέσα σ' αυτούς τους 300 ήταν ο πατέρας κι ο θείος του. Έβγαλε φωτοτυπίες τις σελίδες αυτέςαπ' το βιβλίο που τις περιείχε και τις μοίρασε παντού για να ξέρουν όλοι ότι ο πατέρας του "έδωσε έναν αγώνα πριν πεθάνει"...
Το 1944 ένα πλοίο γεμάτο Εβραίους, 300 τον αριθμό και ανάμεσά τους 80 παιδιά, ελληνικό πλήρωμα και Γερμανούς στρατιώτες έφευγε από την Κρήτη με προορισμό την Αθήνα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ένα αγγλικό συμμαχικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο, το οποίο βούλιαξε οδηγώντας στο θάνατο περισσότερους συμμάχους τους, παρά Γερμανούς.
Ένας μητροπολίτης μοίραζε ψεύτικες ταυτότητες στους Εβραίους στις οποίες αναγραφόταν πως είναι χριστιανοί ορθόδοξοι για να τους σώσει από το μίσος των ναζιστών. Βοήθησε να φυγαδευτούν πάρα πολλοί Εβραίοι. Απέδειξε, εκείνη την εποχή, ότι τελικά ο καλός χριστιανός δεν κάνει διακρίσεις απέναντι στους ανθρώπους, δεν τον αφορά κάτι τέτοιο.
Η Σέλλυ έχασε 25 κοντινούς συγγενείς της, ξαδέρφια, θείους, θείες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών.
Η Ευτυχία έκανε πάρα πολλά χρόνια να επισκεφθεί τα Γιάννενα. Δεν ήταν ίδια, οι φίλοι, οι γνωστοί, έλειπαν, τα οικεία σπίτια ήταν κλειστά και άδεια. Η Μεγάλη Ρούγα μίκρυνε ξαφνικά και το μόνο που ζήτησε από τα παιδιά της ήταν να μάθουν όποια γλώσσα θέλουν, εκτός από Γερμανικά. Δεν θα άντεχε να την ακούει μέσα στο σπίτι.
Η Ροζίνα δεν μισεί τους Γερμανούς, δεν μπορείς να περνάς τη ζωή σου μισώντας. Μισεί, όμως, όλους εκείνους που σήμερα προσπαθούν να μιμηθούν τους φασίστες του τότε.
Ο Σήφης γλίτωσε χάρη στην κουβερνάντα του την Αθηνά που έλεγε σε όλους πως ήταν το νόθο παιδί της για να τον προστατεύσει. Δεν θα πάψει ποτέ να την ευγνωμονεί για τη θυσία της δικής της νεανικής ζωής ώστε να σώσει τη δική του.
Ο Μάριος μαζεύει με την εγγονή του λουλούδια στους αγρούς και της μαθαίνει να ξεχωρίζει τις μαργαρίτες από τα χαμομήλια, τα οποία μάζευε εκείνος με τη γιαγιά του για να έχουν απόθεμα "γιατρικού" όταν γυρίσει ο καταπονημένος πατέρας του από το Άουσβιτς. Κι ας μη γύρισε ποτέ...
Μια συγκλονιστική ταινία του Βασίλη Λουλέ με μαρτυρίες πέντε επιζήσαντων Εβραίων. Ένας φόρος τιμής σε μια πλευρά της Ιστορίας που δεν αναδείχθηκε όπως της άξιζε, ένας φόρος τιμής στους σωτήρες τους, σε όλους εκείνους που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να τους προστατεύσουν με αυτοθυσία και μεγαλοψυχία, αλλά κυρίως με ανθρωπιά, χωρίς να τους πουν ποτέ ότι τους χρωστούν τη ζωή τους. Μια υπενθύμιση σε όλους μας ότι οι άνθρωποι δεν έχουν χρώμα, θρησκεία, φυλή, φύλο, γλώσσα, είναι απλώς και μόνον άνθρωποι. Όλα τα άλλα είναι ασήμαντα μπροστά στη ζωή και τον άνθρωπο.
Πάνω από 70 χιλιάδες Εβραίοι υπήρχαν στην Ελλάδα πριν την εισβολή των Γερμανών. Όταν έφυγαν, πάνω από 67 χιλιάδες και κάτι, είχαν χαθεί...
70 χιλιάδες άνθρωποι, εκ των οποίων οι 67 χιλιάδες έπαψαν να ζουν. Στην Θεσσαλονίκη, από 50.000 έμειναν 80 άνθρωποι.
Η Ιστορία δεν πρέπει να το ξεχνά, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσει. Το ίδιο και όλοι εμείς.

Η ταινία προβάλλεται στην Αθήνα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (κινηματογράφος Λαΐς, Ιερά Οδός 48, Κεραμεικός), ενώ στη Θεσσαλονίκη στο Ολύμπιον 2- Παύλος Ζάννας (πλατεία Αριστοτέλους 10).

Trailer "Φιλιά εις τα παιδιά" σκην. Βασίλης Λουλές