Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Καλή μας άνοιξη!

Λίγο Μελάνι...
Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω...
Καλά που μου ῾δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιως δε θά ῾ξερα πώς να σε χαιρετήσω.

Ως τώρα άλλο τίποτα απ᾿ το δικό μου χέρι,
παρά πολλούς νερόβραστους και κρύους στίχους είδες.
Αλλά κι οι στίχοι πού και πού, καμμιά φορά, ποιός ξέρει,
αν έχουν δώρα ζηλευτά και ζωντανές ελπίδες.

Οι ευτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες φορές για σένα
αν έξαφνα φτερούγιζαν με την αυγή μπροστά σου,
θα έβλεπες τί είχανε οι στίχοι μου κρυμένα
κι άλλη χαρά δε θά ῾θελε στο κόσμο η καρδιά σου.
                                                                                Γεώργιος Σουρής

Δυο άνθρωποι
Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να είμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.

Και κείνο το πρωί είχα και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα 'βρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).

'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.

Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.
                                   Τίτος Πατρίκιος

Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.

Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.

'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
                                                     Τίτος Πατρίκιος

Τέλος μιας ηλικίας
Καθώς διάσχιζε τον κεντρικό διάδρομο με τους καθρέφτες
-στο τέρμα, λέγαν, είταν το γραφείο του διευθυντή-
βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα των γερατειών.

'Ορμησε τότε προς την έξοδο κινδύνου, βγήκε
στο πιο ψηλό διάζωμα κι άρχισε να φωνάζει:
"Διώχτε από μπρος μου το πνιγμένο πρόσωπό της,
με κυνηγάει σα μέδουσα, οι σάπιες τρύπες του κολλάν απάνω μου,
βυζαίνουν τα δίκαια όνειρά μου.
Δεν είναι αυτή η μοίρα μου. Γλυτώστε με. Δεν είναι".

'Οταν τον πρόλαβαν, είχε περίπου ηρεμήσει.
'Ηπιε λίγο νερό, μιαν ασπιρίνη,
του τίναξαν τους ασβέστες απ' τα ρούχα, τις στάχτες από τα μαλλιά...
Λίγον καιρόν αργότερα
σβήσαν κ' οι τελευταίες ανυπόταχτες χειρονομίες.

Είπανε μερικοί πως συμβιβάστηκε,
άλλοι μιλήσαν για λύσεις πανικού,
δυο-τρεις επέμεναν πως αναγνώρισε επί τέλους τις ευθύνες του.
Κανείς δεν έμαθε.

'Ηρθε η ζωή όπως συνήθως έρχεται και τα σκέπασε όλα.
                                                                               Τίτος Πατρίκιος

Φάση μιας μάχης
Είμαστε φάτσα με φάτσα
με τον εχθρό μου.
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ’ τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.

Και να που τούτη τη στιγμή,
τώρα που παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω στη μορφή του πως
θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.

Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει
                                                                        Τίτος Πατρίκιος
                                    (από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978)

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

IV

Ναι αγαπημένη μου,
εμείς γι᾿ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε
για να μπορούμε νά ῾χουμε μία πόρτα, έν᾿ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδι.
Για νά ῾χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
πατάνε πάνω στον έρωτά μας.
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγγαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυό μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται, αγάπη μου, και όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

V
Θά ῾θελα να φωνάξω τ᾿ ονομά σου, αγάπη, μ᾿ όλη μου την δύναμη.
Να τ᾿ ακούσουν οι χτίστες απ᾿ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και ν᾿ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ᾿ ακούσει η άνοιξη και νά ῾ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές, τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες
να τ᾿ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούνε μ όλες τις καμπάνες τους
να το κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους.

Να το φωνάξω τόσο δυνατα
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τ᾿ ακούσει ο χρόνος και να μην σ᾿ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
                                                                    Τάσος Λειβαδίτης

Της άνοιξης και του πολέμου
I
Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη
Το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμα των λουλουδιών
Τη νιότη από το χαμόγελό σου.
Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα
Την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου

Τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών.
Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου
Μάτια; Ουρανός; Θάλασσα; Αστέρια;
- δεν ξεχωρίζω πια
Εσπαταλήθηκες πολύ μες στη ζωή μου.

III

Έξω από το χαράκωμα της μοίρας
Στόμα του τριαντάφυλλου
Μάτια της βροχής
Δάχτυλα που δεν έχουν αδερφούς
Και αδερφές στον κόσμο
Σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς
Το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει
Σιωπητήριο καρδιάς.

VI

Πάθος ανθρώπινο
Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά
Λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…
Άνοιξη, άνοιξη!…κι αχ, δε γιατρεύεται
Τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπη…
                                                              Βύρων Λεοντάρης

Εαρινή συμφωνία
Τις νύχτες του έαρος
Που η γύρη των άστρων
Και των λουλουδιών
Αγρυπνούσε στο δέρμα μου
Μια λυπημένη ανταύγεια
Σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
Γιατί αργούσες να ‘ρθεις, αγάπη
[…]
Άνοιξε τα παράθυρα
Να δεις τον κόσμο ανθισμένο
Μ’ όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.
                                              Γιάννης Ρίτσος

Ρήση από το "Σηματολόγιον"
Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια
Είναι η Άνοιξη που δεν έφερες
                                              Οδυσσέας Ελύτης

Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις.
Και ή πας να παίξεις τρικυμία ή πνίγεσαι.
                                                Οδυσσέας Ελύτης

Όταν μιαν άνοιξη
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μία καινούργια φορεσιά
και θα ῾ρθείς να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
                                                         Μανώλης Αναγνωστάκης