|
Illustration: Eleanor Shakespeare (The Guardian) |
Μερικές φορές (αν όχι τις περισσότερες), η επικαιρότητα γίνεται
δυσβάσταχτη, πόσο μάλλον στο ιδιαίτερο πλαίσιο στο οποίο ζούμε τον τελευταίο
ενάμιση χρόνο. Τα γεγονότα παίρνουν άλλες διαστάσεις, αλλά ειδικά, τα ειδεχθή
γεγονότα, τα οποία μας αγγίζουν με κάποιον τρόπο, είναι τα πιο δύσκολα
διαχειρίσιμα, τουλάχιστον ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Μέσα στην τελευταία εβδομάδα, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τον
παραλογισμό ενός συνεδρίου που θα γινόταν στα Ιωάννινα για τη γυναικεία γονιμότητα (γιατί, για κάποιον
ανεξήγητο λόγο, θεώρησαν ότι το θέμα της γονιμότητας δεν αφορά τους άνδρες)
γεμάτο με ιερείς (!) και άνδρες επιστήμονες, οι οποίοι θα τοποθετούνταν για το
γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα, αλλά όπως όλες και όλοι καταλάβαμε, κυρίως για
τις «λάθος επιλογές» των γυναικών που τις οδηγούν να μην γίνονται μητέρες
-εγκαίρως ή γενικώς. Ας μην γελιόμαστε, και μόνο το ότι οι γυναίκες έχουμε
επιλογές, κάποιους -πολλούς, δυστυχώς- ακόμη τους ενοχλεί.
Τα γυναικεία αντανακλαστικά, όμως, ήταν σε εγρήγορση. Ξέρετε
γιατί; Γιατί ακόμη και εμείς, που γεννηθήκαμε λίγο πριν την είσοδο στον 21ο
αιώνα και μεγαλώσαμε σε μια -θεωρητικά τουλάχιστον- πιο φιλική εποχή προς τις
γυναίκες και την αυτοδιάθεσή μας, έχουμε μάθει να είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή
για όλες τις επικρίσεις, για όλα τα λάθη που έχουμε κάνει -σύμφωνα με τους
φωτεινούς παντογνώστες-, για εκείνες τις συστάσεις των άλλων, κυρίως ανδρών,
που ξέρουν καλύτερα από εμάς ποιο είναι το καλό μας, τι θέλουμε πραγματικά, τι
μας κάνει ευτυχισμένες, με τι πρέπει να νιώθουμε δυστυχείς και άτυχες και ποιες
πρέπει να είναι οι προτεραιότητές μας. Και φυσικά, ξέρουν ποια είναι η
ταυτότητά μας. Εκείνοι ξέρουν, εμείς είμαστε οι αδαείς, αφελείς, ανόητες, οι
υπερευαίσθητες και υπερβολικές, αυτές που «από τη φύση» μας, έχουμε άλλες
προδιαγραφές.
Να, λοιπόν, που οι αντιδράσεις έφεραν αποτέλεσμα. Αρχικά,
την απόσυρση των υποστηρικτριών-ών, μετά των ομιλητριών και των ομιλητών και
τέλος, την ακύρωση αυτού του αντιεπιστημονικού συνεδρίου που προσπαθούσε να μας
πείσει ότι τους αφορά η επιστημονική προσέγγιση, ενώ είχε επιλέξει μητροπολίτες
και άλλους ιεράρχες της ορθόδοξης εκκλησίας να μιλήσουν για πράγματα που
αγνοούν παντελώς.
Λίγες μέρες μετά, ένα ειδεχθές έγκλημα στην Αττική προ ενός
μήνα, με θύμα μία νεαρή γυναίκα και μητέρα, εξιχνιάζεται με την ομολογία του
συζύγου του θύματος. Γυναικοκτονία, λοιπόν. Από την αρχή της υπόθεσης, όταν
ακόμη η ιστορία αφορούσε ληστεία από τρεις δράστες, όπως υποστήριζε ο θρηνών
-τότε- σύζυγος και πλέον κατηγορούμενος, τα ελληνικά ΜΜΕ βρήκαν άλλο ένα θέμα
(όπως πέρυσι με την νεαρή γυναίκα που δέχθηκε επίθεση με βιτριόλι) να το
αντιμετωπίσουν σαν σαπουνόπερα, τόσο μελό, τόσο φωσκολικό δράμα, για να
γεμίσουν τηλεοπτικό χρόνο, διαδικτυακό περιεχόμενο και σελίδες εφημερίδων και
περιοδικών.
Φωτογενές θύμα, φωτογενής και οικονομικά ευκατάστατος
σύζυγος θύματος και ένα μωρό να συμπληρώνει την τέλεια και δραματική εικόνα για
να πουλήσουν περισσότερο. Φωτογραφίες τους από τον γάμο, από διακοπές σε νησιά,
με αγκαλιές, φιλιά και ηλιοβασιλέματα. Λεπτομέρειες που δεν χρειάζεται να
γίνουν γνωστές στο ευρύ κοινό, δίνονται στη δημοσιότητα, το απόρρητο των
συνεδριών καταρρίπτεται από μία γυναίκα που εργάζεται ως σύμβουλος, ενώ δεν
έχει καμία σχέση με την ψυχική υγεία, και οι τίτλοι των εκπομπών, των δελτίων
ειδήσεων, των site και
των εφημερίδων παίρνουν φωτιά μιλώντας για το δράμα ενός «πανέμορφου και τόσο
ευτυχισμένου ζευγαριού που το χτύπησε η μοίρα».
Η μοίρα δεν έπαιξε κανέναν ρόλο σε αυτή την περίπτωση,
βέβαια. Ένας άνδρας επέλεξε να σκοτώσει τη σύζυγό του και να εμπλέξει το μωρό
τους (κορίτσι κι αυτό, μην το ξεχνάμε) στην ειδεχθή πράξη του. Και όχι μόνο
αυτό, αλλά έφτιαξε και μια ιστορία για να μπορέσει να συνεχίσει ελεύθερος τη
ζωή του, σίγουρος ότι δεν θα τον ανακαλύψουν.
Επομένως, όχι, δεν ήταν χτύπημα της μοίρας, ήταν ακόμη ένας
άνδρας που, παρά το νεαρό της ηλικίας του (η ελπίδα, βλέπετε, ότι οι νεότερες
γενιές απεκδύονται τα άρρωστα κοινωνικά και έμφυλα στερεότυπα που τους
κληροδοτούνται), έχει μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι η σύντροφός του τού ανήκει
και αποφάσισε ότι μπορεί, για όποιον λόγο κι αν το έκανε -κι αυτό είναι δουλειά
της αστυνομίας και της δικαιοσύνης να το βρει-, να αφαιρέσει τη ζωή της
πιστεύοντας ότι δεν θα έχει καμία απολύτως συνέπεια.
Επί έναν μήνα, αντί για ειδήσεις, ακούγαμε, διαβάζαμε και
βλέπαμε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με φωτορομάντζο ή άρλεκιν. Κι αυτό είναι
μια παθογένεια της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ (όχι μόνο των ελληνικών, απλώς
εδώ, που ακόμη έχουμε τα κατάλοιπα μιας κουλτούρας κουτσομπολιού της γειτονιάς
και του χωριού, γίνεται σε ευρεία κλίμακα). Ξαφνικά, όταν ανακοινώνεται η
ομολογία του συζύγου και η σύλληψή του, ο «χαροκαμένος σύζυγος και πατέρας», ο
«πρίγκιπας του παραμυθιού της νεαρής κοπέλας» (μα, ακόμη να μάθουμε ότι στα
παραμύθια υπάρχουν δράκοι και πολλές φορές, ταυτίζονται με τους πρίγκιπες, ότι
καμία γυναίκα δεν χρειάζεται κανέναν πρίγκιπα να την σώσει, να την ορίζει και
να την εξουσιάζει και ότι η βασιλεία είναι ξεπερασμένη;), που μέχρι τότε τον
προσφωνούσαν με το μικρό του όνομα, μετατρέπεται σε στυγερό δολοφόνο, τέρας,
νάρκισσο, ψυχικά διαταραγμένο, παιδόφιλο (ενώ πριν, ασχέτως του πώς ορίζεται
νομικά η ηλικία συναίνεσης, φαινόταν φυσιολογικό ότι ένας ενήλικας έκανε σχέση με ένα
ανήλικο παιδί 12 χρόνια μικρότερό του; Α, ξέχασα, πριν ήταν «πρίγκιπας») και
ξεκινά άλλος ένας κύκλος της δραματικής σαπουνόπερας με στοιχεία Κοκκινόπουλου, με αντιστροφή όλων όσων έλεγαν το προηγούμενο
διάστημα. Με την καταπάτηση ιδιωτικού απορρήτου μέσω της δημοσιοποίησης πληροφοριών
από το -όπως λέγεται ότι είναι- ηλεκτρονικό ημερολόγιο του θύματος, προσπαθώντας
να δώσουν στο αδηφάγο κοινό κι άλλες ζουμερές λεπτομέρειες από την
κλειδαρότρυπα.
Το θύμα για τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όλο αυτό
το διάστημα, έχει μόνο μικρό όνομα και πολλές ανέμελες και γελαστές
φωτογραφικές πόζες, ο καθ’ ομολογίαν θύτης από την άλλη, έχει επαγγελματική
ιδιότητα, ηλικία, μικρό όνομα (αυτό της οικειότητας), γονική ιδιότητα, καθώς
προβάλλουν ξανά και ξανά πόσο νοιάζεται για το τι θα γίνει το παιδί του (όχι «τους»,
«του», ενικός -κτητικότατος). Κάποιοι προσπαθούν να τον δικαιολογήσουν λέγοντας
ότι κάτι θα τoν εξώθησε, δεν μπορεί να έκανε κάτι τόσο ειδεχθές ένας τόσο
φωτογενής άνθρωπος κοροϊδεύοντας την οικογένειά του και του θύματος, την
αστυνομία, τα ΜΜΕ και φυσικά, τους τηλεθεατές. Άλλοι ζητούν κρεμάλες και άλλοι λένε
πως το είχαν καταλάβει από την αρχή ότι αυτός έκανε το έγκλημα. Ερωτώνται
ψυχίατροι, ψυχολόγοι, φυσιογνωμιστές, να απαντήσουν στο αν φαινόταν ότι το
έκανε εκείνος, από πού και αν είναι ψυχικά διαταραγμένος. Τηλεοπτικά
ψυχογραφήματα και ψυχολογικές αξιολογήσεις σε απευθείας μετάδοση, χωρίς κανείς
τους να έχει εξετάσει ποτέ το αξιολογούμενο υποκείμενο.
Χρησιμοποιείται ακόμη και το μωρό, μπαίνει σε τίτλους, σε
άρθρα απόψεων, σε δελτία με το όνομά του και ειλικρινά, αναρωτιέμαι, γιατί
πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς ένα παιδί που βίωσε κάτι τέτοιο, για να
συγκινήσουμε τους τηλεθεατές, τους αναγνώστες, τους καταναλωτές πληροφορίας; Ή,
γιατί είμαστε οι αδηφάγοι καταναλωτές της;
Όταν αυτό το έγκλημα ειπώθηκε με το όνομά του,
γυναικοκτονία, υπήρξαν άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που άρχισαν να μιλούν για
υστερία, για έξαλλες και υπερβολικές φεμινίστριες, ότι δεν ξέρουμε τι σημαίνει
και είμαστε άσχετες, γιατί τελικά είναι σεξιστικό να χρησιμοποιούμε άλλον όρο
από αυτόν της ανθρωποκτονίας και πολλά ακόμη τόσο θλιβερά, όσο και εξοργιστικά.
Εν έτει 2021, μετά από ένα πρώτο ξέσπασμα του ελληνικού #MeToo στις αρχές του χρόνου, δεν έχουμε
εμπεδώσει ακόμη βασικά πράγματα που είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες. Εν Ελλάδι,
βέβαια, αργούν να έρθουν, όχι μόνο οι πληροφορίες, αλλά και η ίδια η κοινωνική εξέλιξη.
Ο όρος γυναικοκτονία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη
δεκαετία του ’70 από την εγκληματολόγο Diana Russell για να ορίσει αυτό το
εγκληματολογικό φαινόμενο. Η γυναικοκτονία ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο
για την Ισότητα των Φύλων (EIGE)
ως εξής: «δολοφονίες γυναικών και
κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές
τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων
τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον
βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία
γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές
δολοφονίας, τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων
συγκρούσεων, και περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες,
το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και
κοριτσιών. […] Η δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και ο θάνατος
μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής που είναι επιβλαβής για τις γυναίκες. Ως
ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξάρτητα από το
αν ο δράστης έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα.»
Και σε αυτή την περίπτωση, δόθηκε η ευκαιρία να βγουν στην
επιφάνεια όλες οι κοινωνικές μας παθογένειες και ειδικά, με την ελευθερία που
μας δίνει η χρήση των social media,
είναι ακόμη πιο εύκολο να έρθουμε σε επαφή με την τοξικότητα των άλλων, το
μίσος, την οπισθοδρομικότητα, τον μισογυνισμό τους, το σκοτάδι της ψυχής εν
ολίγοις. Η έλλειψη κοινωνικής παιδείας και μόρφωσης είναι πολύ σημαντικότερη ως
πρόβλημα από την έλλειψη ακαδημαϊκής μόρφωσης. Πολλές φορές, οι έχοντες/έχουσες
τη δεύτερη, δεν κατέχουν την πρώτη. Μέχρι και ψυχολόγος (όπως υποστηρίζει ο
ίδιος, εγώ ακόμη περιμένω την επιβεβαίωση από τους δύο συλλόγους ψυχολόγων
Ελλάδος όπου απευθύνθηκα) βρήκε ευκαιρία να βγάλει ένα άνευ λόγου και λογικής
μένος για το γεγονός ότι αντέδρασαν οι φεμινιστικές οργανώσεις μόλις ανακοινώθηκε η ομολογία
του κατηγορουμένου πια, για τη χρήση του όρου γυναικοκτονία και μίλησε μέχρι
και για «χαρά» των φεμινιστριών όταν γνωστοποιήθηκε πως καθ’ ομολογίαν δράστης
είναι ο σύζυγος του θύματος. Τέτοιοι άνθρωποι διαχειρίζονται ευαίσθητα κομμάτια
ψυχών κι αυτό είναι τρομακτικό και αποτελεί δείκτη των προβλημάτων μας ως
κοινωνία.
Το θύμα ήταν μία γυναίκα, μία νέα γυναίκα 20 ετών, με ολόκληρο
ονοματεπώνυμο, Καρολάιν Κράουτς, μητέρα ενός βρέφους και σε έγγαμη σχέση συμβίωσης με τον
καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της, Χαράλαμπο Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τη σκότωσε στις
11 Μαΐου στον ύπνο της. Ήταν γυναικοκτονία. Τα υπόλοιπα, οι λεπτομέρειες, είναι
περιεχόμενο της δικογραφίας και αφορούν τη δικαιοσύνη, όχι εμάς. Το μόνο που
μας αφορά είναι ότι μία ακόμη γυναίκα έχασε τη ζωή της από τα χέρια ενός
οικείου της, όπως επίσης και με ποιον τρόπο θα καταφέρουμε επιτέλους να
σταματήσουμε οριστικά τέτοια φαινόμενα, εκπαιδεύοντας τις ήδη υπάρχουσες και
μεγαλώνοντας τις επόμενες γενιές να κατανοούν και να σέβονται πλήρως τις
έννοιες έμφυλη ισότητα, ελευθερία, αυτοδιάθεση, συναίνεση, χωρίς να προσπαθούν
να επιβάλλουν οποιουδήποτε είδους εξουσία.
Το τρίτο εξίσου ανατριχιαστικό γεγονός, ήταν η σεξουαλική
κακοποίηση μίας εργαζόμενης γυναίκας το περασμένο Σάββατο από έναν
καταδικασμένο από τη δικαιοσύνη βιαστή (το 2015) που αφέθηκε ελεύθερος μετά από
ολιγοετή φυλάκιση (το 2020). Μία γυναίκα πήγε στη δουλειά της, να καθαρίσει μία
πολυκατοικία στα Πετράλωνα, στην οποία διαμένει και ο -από τον νόμο
αποδεδειγμένα- βιαστής (το επαναλαμβάνω γιατί έχει σημασία). Μόλις η γυναίκα
βρέθηκε μπροστά στο διαμέρισμά του, την άρπαξε, την κλείδωσε μέσα και την
κακοποιούσε βάναυσα για ώρες, μέχρι που μπόρεσε να βγει στο μπαλκόνι, να
ζητήσει βοήθεια και να γλιτώσει.
Ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία έφτασε στο σημείο, αλλά
μέχρι να υπογραφεί το ένταλμα και να μπορέσουν να μπουν στο διαμέρισμα για να
τον συλλάβουν, ο καταδικασμένος αυτός βιαστής είχε εξαφανιστεί και τη στιγμή
που γράφονται αυτές οι γραμμές, έγινε γνωστό ότι συνελήφθη.
Θέλω να ξαναδούμε και να καταλάβουμε τι συνέβη. Ένας βιαστής
(βιαστής!) καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 12 ετών, εκτίει μόλις το 1/3, οπότε
δικαιούται να κάνει αίτηση αποφυλάκισης, η οποία γίνεται δεκτή (για τον
βιαστή!) με την αιτιολόγηση ότι έχει εκτίσει το πραγματικό 1/3 της ποινής του, δηλαδή
τα 4 χρόνια, και αφήνεται ελεύθερος με τον περιορισμό να μην βγει εκτός χώρας
μέχρι να περάσει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα επιτήρησης. Γιατί το
σημαντικό είναι οι τύποι, να έχει εκτίσει το 1/3 της ποινής του, όχι κατά πόσον
είναι επικίνδυνος για την κοινωνία με την εκ νέου διάπραξη των ίδιων
εγκλημάτων…
Βγαίνει, λοιπόν, από τη φυλακή νωρίτερα και, ενώ δεν ξέρουμε
αν σε αυτό το διάστημα που έχει αποφυλακιστεί το έχει ξανακάνει χωρίς να
ταυτοποιηθεί ως δράστης, ξέρουμε ότι το περασμένο Σάββατο άνοιξε την πόρτα του
διαμερίσματός του γιατί θεώρησε ότι βρήκε εύκολο θύμα στο πρόσωπο μίας γυναίκας
που απλώς πήγε στη δουλειά της. Κανείς δεν άκουσε τίποτα, κανείς δεν έκανε
τίποτα ακούγοντας μια γυναίκα να κακοποιείται, μέχρι που βγήκε αιμόφυρτη στο
μπαλκόνι να ζητήσει βοήθεια.
Και το ένταλμα καθυστέρησε τόσο να βγει, που ο βιαστής
πρόλαβε να εξαφανιστεί ανενόχλητος, ενώ οι αστυνομικοί ήταν απ’ έξω, με
αποτέλεσμα να αναζητείται για τέσσερις ολόκληρες μέρες.
Θα ήθελα κάποια
στιγμή, σύντομα, να ανοίξουμε τη συζήτηση για τα έμφυλα εγκλήματα που στο
νομικό μας σύστημα μοιάζει να είναι κάπως… μικρότερης σημασίας, τουλάχιστον ως
προς το κομμάτι της έκτισης των πραγματικών ποινών. Είναι πολύ καλά για να
γεμίζουν ρεπορτάζ με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αλλά όπως βλέπουμε, ένας
βιασμός δεν είναι και τόσο σημαντικό έγκλημα για να αποτελεί λόγο να απορριφθεί
το αίτημα αποφυλάκισης του βιαστή. Οι φυλακές θα αποσυμφορηθούν με το να επιστρέφουν
στην κοινωνία όσοι βιαστές και καταδικασμένοι για ειδεχθή εγκλήματα έχουν
εκτίσει το 1/3 των ποινών τους; Υπάρχει κάποια απόδειξη σωφρονισμού ή δεν
απασχολεί κανέναν αυτό; Να σημειώσω, ωστόσο, ότι η αποφυλάκισή του, όπως διάβασα, έγινε με βάση διατάξεις του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα, οπότε έχει σημασία να μάθουμε τί ισχύει με τον νέο.
Αυτό το έγκλημα θα έμενε στο σκοτάδι και δεν θα έπαιρνε τέτοια
δημοσιότητα, αν δεν γινόταν αμέσως γνωστό σε φεμινιστικές οργανώσεις, με
αποτέλεσμα να αρχίσουν να συρρέουν στην περιοχή γυναίκες, ακτιβίστριες και μη, που
ενημερώθηκαν, αγανακτισμένες από τη βία της τοξικής αρρενωπότητας
-και ναι, της πατριαρχίας κι ας μην αρέσει σε πολλούς να το ακούν και να το
διαβάζουν- για να διαμαρτυρηθούν έξω από το σπίτι του βιαστή και να δείξουν
εμπράκτως τη συμπαράστασή τους στο θύμα. Σίγουρα αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει
πρακτικά τη γυναίκα να ξεχάσει ή να ξεπεράσει όσα φρικώδη έζησε, αλλά ήταν μία
πράξη αλληλεγγύης μεταξύ γυναικών, διαφορετικών, άγνωστων μεταξύ τους, που
υπενθυμίζει κάτι που έχουμε ανάγκη να ακούμε και να νιώθουμε όλες και δεν το
έκανε κανείς για εκείνη τη γυναίκα τη στιγμή που έπρεπε: Δεν είσαι μόνη. Καμία μόνη.
Το τελευταίο από τα γεγονότα, ήταν ο θάνατος ενός 14χρονου κοριτσιού στη Θεσσαλονίκη, από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Το κορίτσι σε αυτή την τόσο νεαρή ηλικία υποβλήθηκε σε επέμβαση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου για να μπορέσει να αδυνατίσει. Σύμφωνα με τον πατέρα της, ο οποίος ως ενήλικας κηδεμόνας έπρεπε να δώσει τη συγκατάθεσή του για την επέμβαση, η κόρη του ήταν θύμα συνεχούς σχολικού εκφοβισμού για τα κιλά της, γι' αυτό και προέβησαν σε αυτή τη λύση. Ένα κορίτσι στην εφηβεία, σε μια τόσο ευαίσθητη και δύσκολη περίοδο για κάθε άνθρωπο, δέχεται bullying για τον αριθμό στη ζυγαριά, επειδή δεν ταιριάζει στα πρότυπα ομορφιάς -που ποιος άραγε τα έχει φτιάξει;- και βλέπει ως έσχατη λύση μια χειρουργική επέμβαση, με τεράστιο σωματικό πόνο και οικονομικό κόστος.
Το τραγικό αυτού του θανάτου, δεν είναι μόνο ότι ένα παιδί δεν πρόλαβε να ζήσει, αλλά και ότι ενώ ο γιατρός ενημερώθηκε ότι η 14χρονη έχει αφόρητους πόνους που δεν δικαιολογούνται, καθησύχασε την οικογένεια χωρίς να την εξετάσει και η δική του αδιαφορία και αμέλεια στοίχισε τη ζωή της.
Αν δεν δεχόταν τόσο μεγάλη πίεση, πιθανόν να μην είχε αποφασίσει ποτέ να προβεί σε κάτι τόσο ακραίο ως λύση ανάγκης και να ζούσε την εφηβεία και τη ζωή της με χαρά -με όσα κιλά είχε και ήθελε να έχει. Ξέρετε, είναι μεγάλη και διαρκής η συζήτηση για την αποδοχή του εαυτού μας, το λέμε, το ξαναλέμε, προσπαθούμε να το αφομοιώσουμε και να το κάνουμε πράξη, αλλά ζούμε σε μία κοινωνία, όπου από το σχολείο ακόμη (άρα τα παιδιά το μαθαίνουν από τις οικογένειές τους) κρίνουμε και κρινόμαστε με όρους photoshop-αρισμένων εξωφύλλων ανδρικών, γυναικείων περιοδικών ή διαφημίσεων. Με πορνογραφικούς όρους κι ας ακούγεται (γιατί είναι) βαρύ. Αλλά, είναι και αλήθεια. Όσο καλή σχέση κι αν αναπτύσσουμε με τον εαυτό μας και το σώμα μας, οι απρό(σ)κλητες παρατηρήσεις, προσβολές, υποτιμητικά ή επιθετικά σχόλια, έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι το σώμα μας, το σχήμα του, ο όγκος και οι ατέλειές του, η τριχοφυΐα, το χρώμα, η υφή του, "αστυνομεύονται" και (κατα)κρίνονται διαρκώς για το πόσο ελκυστικά ή μη είναι, χωρίς να ερωτηθούμε και κυρίως, χωρίς να το ζητήσουμε από οποιονδήποτε.
Είμαστε και αυτή τη φορά υπερβολικές όταν μιλάμε για μια
κοινωνία που εγκληματεί κατά των γυναικών; Όταν μιλάμε για την τοξικότητα της πατριαρχικής
δομής των κοινωνιών μας, για την τοξική αρρενωπότητα με τα πρότυπα της οποίας
μεγαλώνουν αγόρια και κορίτσια στη χώρα μας; Ή, όταν επιμένουμε να λέμε τα πράγματα
με το όνομά τους και να μην δεχόμαστε προσβλητικούς και υποτιμητικούς για τα ίδια
τα εγκλήματα και τα θύματα όρους, όπως «έγκλημα πάθους», «έγκλημα τιμής», «την
σκότωσε γιατί την αγαπούσε», σε μια διαρκή και μαζική προσπάθεια να ρομαντικοποιήσουν
τη βία; Όταν ζητάμε να μπει στα σχολεία το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής -σωστά-,
για να μάθουν τα παιδιά από νωρίς τι σημαίνει συναίνεση, τι αποτελεί κίνδυνο
για τον εαυτό τους και τους άλλους, τι συντελεί σεξουαλικό έγκλημα και τι είναι
η αυτοδιάθεση, η ισότητα και η οριοθέτηση; Όταν μιλάμε για την αναγκαιότητα εκπαίδευσης στην ενσυναίσθηση -που, ω, ναι, ακόμη κι αν δεν την έχεις, μαθαίνεται-; Είμαστε παράλογες, παραστρατημένες
και επικίνδυνες όταν αποφασίζουμε για τη ζωή, το σώμα και τη σεξουαλικότητά
μας, χωρίς να ζητάμε την έγκριση κανενός; Όταν επιλέγουμε εμείς και μόνο εμείς για το αν, πότε, με ποιον, πώς και
πόσα παιδιά θα κάνουμε ή αν δεν θα κάνουμε ποτέ; Είμαστε παράλογες και επικίνδυνες
όταν απαιτούμε επιτέλους να μπορούμε να νιώθουμε ασφαλείς στο σπίτι, στη δουλειά,
στο σχολείο, τη σχολή, το γυμναστήριο, στα ΜΜΜ, στα ταξί, στους δρόμους, στα πάρκα και τις πλατείες, στους κινηματογράφους,
τα θέατρα, στα μαγαζιά, στον γιατρό, σε κάθε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, το πρωί,
το μεσημέρι, το βράδυ, τα ξημερώματα; Να είμαστε ασφαλείς είτε είμαστε ολομόναχες,
είτε με κόσμο, όπου κι αν είμαστε, όπως κι αν είμαστε, ό,τι κι αν φοράμε, ό,τι ώρα κι αν είναι, όσο
νηφάλιες ή όχι κι αν είμαστε, είτε φλερτάρουμε είτε όχι, είτε πούμε ναι, είτε
ναι και μετά όχι, είτε πούμε όχι εξαρχής; Να είμαστε ασφαλείς σε μία σχέση και
ασφαλείς για να βγούμε από αυτήν; Να μην μας κακοποιούν και μας σκοτώνουν ψάχνοντας
όλοι να βρουν τι κάναμε και το αξίζαμε -γιατί πάντα θα υπονοείται ότι το αξίζαμε-;
Δεν θα ζητήσω συγγνώμη για την φόρτιση, γιατί ξέρω ότι δικαίως
τη νιώθω (μικρά βήματα κόντρα σε όσα μας έμαθαν μεγαλώνοντας, λοιπόν).
Θα σας ζητήσω, όμως, να σκεφτείτε για λίγο, είτε είστε γυναίκες,
είτε άνδρες, είτε ενστερνίζεστε αυτές τις απόψεις, είτε όχι, αν θέλετε να ζείτε
σε έναν κόσμο που δεν θα σας επιτρέπεται (σ’ εσάς, όχι σε κάποιον άλλο διατηρώντας
έτσι απόσταση, αλλά σ’ εσάς τους ίδιους/τις ίδιες), δεν θα σας συγχωρείται να
επιλέγετε για τον εαυτό σας, θα επικρίνεστε διαρκώς, θα πρέπει να δέχεστε ότι
οποιοσδήποτε άλλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει εξουσία πάνω σας επειδή έτσι
θέλει και θα σας λένε ότι φταίτε ακόμη κι αν σας συμβεί κάτι βάναυσο. Αν δεν
συμβεί, απλώς θα πρέπει να νιώθετε τυχεροί-ές και να συνεχίσετε να φοβάστε
διαρκώς μήπως συμβεί στο μέλλον…
Τώρα, σκεφτείτε τι μπορούμε να κάνουμε για να πάψει να είναι αυτή η πραγματικότητα τόσων ανθρώπων.