Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης (29/2/1900-20/9/1971)

Παντούμ
Τ᾿ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ᾿ τον κρίκο του σκότους
πικρή, φλογισμένη που δέεσαι με ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή, φλογισμένη που δέεσαι με ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.

Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιός νόμος σε δένει
και τί θα σου μείνει και τί θα σ᾿ αφήσει.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα
και τί θα σου μείνει και τί θα σ᾿ αφήσει
αν τύχει κι αστράψει βουβή πολεμίστρα.

Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θά ῾βρεις να δώσει ένα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θά ῾βρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τί να προσμένει να πέσει ἡ γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σαν φίδι
δεν είναι ο ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.
Σαν τί να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σ᾿ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ ἀγγέλου εὐφροσύνη
τ᾿ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε νά ῾ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει τὸ κυνήγι
εἴταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ᾿ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φώς με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πώς έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά καὶ πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ᾿ εκείνους που έμειναν μ᾿ εκείνους που έφυγαν
μ᾿ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχεῖο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους καὶ τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ᾿ ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ῾ρθεῖ, πως τον στολίζουν
μ᾿ άσπρα καὶ μαύρα ρούχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πώς ετοιμάζεται να ῾ρθεί να μ᾿ αποχαιρετήσει

ή μία γυναῖκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πώς ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ᾿ τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.