Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Ας είμαστε ευγενικοί, αγαπητοί μου!

Ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι από τον επερχόμενο δίσκο του Robbie Williams, πολύ τρυφερό, γλυκό, με φρέσκο ήχο και πολύ ωραία σκηνοθεσία. Και στίχους που ταιριάζουν απόλυτα σε μια εποχή που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να είναι ευγενικοί.
Μας προτρέπει, λοιπόν, να γίνουμε ξανά!

Robbie Williams- Go gentle

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ένα ταξίδι ζωής στο Βιετνάμ μέσα από τον φωτογραφικό φακό


Μία γωνία γεμάτη φωτογραφίες από πανέμορφα παιδιά στο Βιετνάμ, χαμογελαστά ή θλιμμένα, ανέμελα ή φοβισμένα, παιχνιδιάρικα ή ντροπαλά, κοσμούν τον δεύτερο όροφο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης μέχρι την Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Στον μεγάλο πάγκο που έχει στηθεί λίγο πιο πέρα ένα γαλάζιο αερόστατο φορτωμένο με ευχές και φωτογραφίες περιμένει να απογειωθεί με σκοπό να προσφέρει σε όσους πραγματικά το έχουν ανάγκη -είτε από την Action Aid είτε από τον σύλλογο Φλόγα, όπου θα διατεθούν όλα τα έσοδα.
Η έκθεση με τίτλο «Δίνω + Παίρνω αγάπη, ελπίδα, φως, χαμόγελο» διοργανώνεται από τους τρεις εθελοντές της Action Aid -και ερασιτέχνες φωτογράφους- Μάρω Βερλή, Μανώλη Σαμαράκη και Πάνο Σινανίδη, με αφορμή το υλικό από το ταξίδι τους στο Βιετνάμ.

«Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2013» εξηγεί η Μάρω Βερλή. «Ήμασταν 45 Έλληνες και Κύπριοι εθελοντές που μέσω της Action Aid ταξιδέψαμε στο Βόρειο Βιετνάμ στην κοινότητα Λάι Τσάο, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Κίνα, με σκοπό να χτίσουμε τον προαύλιο χώρο ενός νηπιαγωγείου. Καταφέραμε, εν τέλει και χτίσαμε δύο, με καλή συνεργασία και με πολύ καλή θέληση».

Η εμπειρία του ταξιδιού ήταν αξέχαστη και για τους τρεις, καθώς για τους μεν Μάρω και Πάνο ήταν το πρώτο -ευχόμενοι να υπάρξει κι επόμενο- ενώ ο Μανώλης Σαμαράκης είναι ο μόνος που έχει κάνει ακόμη ένα τέτοιο ταξίδι και μάλιστα πρόσφατα.

«Είχα την τύχη να πάω και στη Ρουάντα» εξηγεί, «σ’ ένα αντίστοιχο ταξίδι το περασμένο καλοκαίρι, σχεδόν ένα χρόνο πριν το συγκεκριμένο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο Βιετνάμ είναι ότι σε αντίθεση με τους κατοίκους της Ρουάντα, οι οποίοι ήταν πολύ δεκτικοί και πολύ φιλικοί -σ’ αγκάλιαζαν, έρχονταν να φωτογραφηθούν, να τους δείξεις τη φωτογραφία που τους τράβηξες κλπ- οι άνθρωποι στην κοινότητα Λάι Τσάο που επισκεφθήκαμε, ήταν λίγο πιο κλειστοί. Λίγο πιο απρόσιτοι θα έλεγα. Αρχικά τουλάχιστον».
Ο Πάνος Σινανίδης λέει πως το ταξίδι αυτό «μας έδωσε ψυχή, λίγο συναίσθημα, ένα χαμόγελο».

Πόσο διαφορετικοί, όμως, είναι οι άνθρωποι που ζουν εκεί σε σχέση με τους Έλληνες;
«Οι υλικές ανάγκες των ανθρώπων εκεί είναι πολύ διαφορετικές απ’ ό, τι εδώ» λέει η Μάρω Βερλή. «Στο Βόρειο Βιετνάμ, δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη τον τροχό. Εδώ τον έχουμε ανακαλύψει κι απλά τα τελευταία χρόνια τον έχουμε χάσει. Εκεί οι άνθρωποι δεν ξέρουν στοιχειώδη πράγματα. Λόγω του ότι στερούνται της μόρφωσης, υπάρχουν περιοχές και χωριά –επισκεφθήκαμε ένα από αυτά- που οι γυναίκες θεωρούν δεδομένη την ενδοοικογενειακή βία» επισημαίνει. «Δεν καταλαβαίνουν ότι έχουν δικαίωμα να πουν όχι σ’ αυτό. Οπότε και σ’ αυτό το σημείο διαφοροποιούνται οι ανάγκες. Η μόρφωση, η παιδεία, αλλάζει όλο το περιβάλλον. Από εκεί και πέρα, συναισθηματικά είναι πιο ανοιχτοί. Είναι σίγουρα πιο ντροπαλοί, αλλά όχι ψυχροί. Είναι ντροπαλοί, σε σέβονται πολύ».

Ο Μανώλης συμφωνεί ως προς αυτό και το υπογραμμίζει. «Είχαν σίγουρα μια διαφορετική κουλτούρα σε σχέση με τους ανθρώπους της Ρουάντα, κάτι που προσωπικά με δυσκόλεψε φωτογραφικά. Στην αρχή δηλαδή, γιατί μετά το πήρα απόφαση ότι έτσι είναι. Στην αρχή είχα εκνευριστεί κιόλας. Όταν πήγαινα να τραβήξω κάποιον κάτοικο, πολλές φορές αρνιόταν να φωτογραφηθεί». Βρήκαν, ωστόσο, τον κατάλληλο τρόπο για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Ο Πάνος Σινανίδης αναφέρει πως «αυτό που τους ‘ανοίγει’ και τελικά σε πλησιάζουν είναι να τους δείξεις τη φωτογραφία, γιατί αν την δουν, αλλάζει όλο αυτό που μπορεί να έχουν στο μυαλό τους».

«Να σημειώσουμε εδώ ότι μπορεί να μην έχουν δει καν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη» τονίζει η Μάρω Βερλή. «Είναι τόσο φτωχές οι περιοχές που δεν έχουν δει καν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη, οπότε για τα παιδιά ειδικότερα είναι αστείο ότι έβλεπαν τον φίλο τους, τον ίδιο τους τον εαυτό στη φωτογραφική μηχανή».

Στις φωτογραφίες που μπορεί να δει κάποιος στην έκθεση γίνεται εμφανές, καθώς απεικονίζονται παιδιά που ντρέπονται μπροστά στο φακό, που κρύβονται μετατρέποντας σε παιχνίδι την προσπάθεια να τον αποφύγουν, που παίζουν με τους φίλους τους έκθαμβοι με τον φακό, ακόμη και με την ίδια τη φωτογραφική μηχανή.

Αυτό το ταξίδι, ωστόσο, είχε πολλές συγκινήσεις. Δέκα από τους εθελοντές που συμμετείχαν στην αποστολή συνάντησαν τα παιδιά στα οποία είναι ανάδοχοι.


Μία εξ αυτών ήταν και η Μάρω που συνάντησε την Χα, αλλά ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο φανταζόταν. «Δέκα ανάδοχοι-εθελοντές από το γκρουπ συνάντησαν τα παιδάκια τους στο Βιετνάμ. Νομίζω ότι είχα το πιο δύσκολο, με την έννοια ότι ήταν πάρα πολύ φοβισμένο, ντροπαλό, λιγομίλητο και καθόλου χαμογελαστό εξαιτίας του φόβου του. Θα περιμένατε να σας πω ότι είναι μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία… Όχι δεν ήταν. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το «ξεκλειδώσω», να το κάνω λίγο να λυθεί. Ήταν μια πολύ δύσκολη εμπειρία για μένα, αλλά οι άλλοι ανάδοχοι ήταν πολύ χαρούμενοι».

«Δεν το έχω ζήσει» συμπληρώνει ο Πάνος, «αλλά απ’ ό, τι είδα υπήρχαν διάφορα συναισθήματα ανάλογα με τους χαρακτήρες και των παιδιών και των αναδόχων. Άλλοι αγκαλιάστηκαν από την πρώτη στιγμή, τους γνώρισαν από τη φωτογραφία, έτρεξαν στην αγκαλιά τους και έκλαιγαν κι άλλα ήταν όπως το παιδάκι της Μάρως. Ήταν διαφορετικά συναισθήματα, άλλος το έζησε έτσι, άλλος αλλιώς. Υπήρχαν περιπτώσεις που την είδε στα 20 μέτρα και γνωρίστηκαν από τη φωτογραφία και έτρεξε στην αγκαλιά της, γιατί ήξερε ότι είναι αυτή».

Η Μάρω, όμως, όπως εξηγεί, ξεκίνησε το ταξίδι κρατώντας μια πιο ψύχραιμη στάση. «Πήγα με τη σκέψη ότι αυτό που θα κάνω αφορά όλη την κοινότητα και θα δω κάπου εκεί και τη Χα. Χάρηκα πολύ που την είδα, αλλά σαφώς θα ήθελα να ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα».

Οι τρεις τους είναι εθελοντές στην Action Aid με σκοπό να προσφέρουν και το ερώτημα που γεννάται είναι πόσο εύκολο είναι, όταν βρίσκεσαι ήδη σε μία δύσκολη κατάσταση, να βοηθήσεις τους περισσότερο άτυχους; Ειδικά, όταν σας χωρίζουν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα.

«Όταν πας εκεί», επισημαίνει ο Μανώλης, «σε μια χώρα -και μια κοινότητα ακόμη φτωχότερη από την ίδια τη χώρα- βλέπεις ότι ο άνθρωπος που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, σε βάζει μες στο σπίτι του. Πολλές φορές δεν έχει να φάει, δεν έχει να ντύσει τα παιδιά του, να αντιμετωπίσει τις καιρικές συνθήκες και πολλά άλλα. Σου ανοίγει, ωστόσο, το σπίτι του και σου προσφέρει ένα φλιτζάνι τσάι, ένα κομμάτι ψωμί, οτιδήποτε. Όταν, λοιπόν, έχεις ζήσει κάτι τέτοιο και επιστρέφεις, είναι αδιανόητο να περάσει απ’ το μυαλό σου ότι ο οποιοσδήποτε μέσα στην ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να προσφέρει. Μπορούμε όλοι να προσφέρουμε και με το παραπάνω, απλώς πολλοί δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει».

Ο Πάνος ξεκίνησε να εμπλέκεται στην Action Aid έχοντας κατά νου το αμφίδρομο αυτής της προσφοράς. «Όταν αποφάσισα να το κάνω δεν είχα στο μυαλό μου ότι μόνο θα δώσω, περίμενα ότι θα πάρω κιόλας πολλά. Κι έτσι ακριβώς ήταν. Νομίζω ότι πιο πολλά πήρα, παρά έδωσα τελικά. Δώσαμε, βέβαια, χαμόγελα, ελπίδα, αλληλεγγύη, είδαν ότι κάποιος ασχολείται μαζί τους. Βοηθήσαμε στο προαύλιο –αυτό είναι το λιγότερο, θα μπορούσαν να το κάνουν και μόνοι τους, δεν είχαν ανάγκη εμάς- , αυτό είναι η αφορμή. Η ουσία είναι να σε δουν και να συναναστραφείς μαζί τους. Αυτό είναι και το νόημα της έκθεσης, ότι δίνοντας παίρνεις -μπορεί και- περισσότερα απ’ όσα δίνεις».

Βλέποντας τα πρόσωπα των παιδιών και τα τοπία στις -επιλεγμένες μεταξύ χιλιάδων άλλων- φωτογραφίες γίνεται άμεσα αντιληπτό ποιο ήταν το «αντίδωρο». Η ανάγκη, επομένως, γι’ αυτή την έκθεση γεννήθηκε απλά, αβίαστα, αλλά επιτακτικά.

Ο Μανώλης σημειώνει πως «δεν υπήρχε η ιδέα της έκθεσης όταν ήμασταν στο Βιετνάμ». Ενώ η Μάρω εξηγεί πως «στην επιστροφή νιώσαμε την ανάγκη να μιλήσουμε για την αξία του να προσφέρεις και να δίνεις κι όχι απαραίτητα χρόνο ή χρήματα, απλά ένα χαμόγελο στον διπλανό μας που το έχει ανάγκη. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα για την έκθεση, για το πώς μπορούμε όλοι να συμμετέχουμε. Είμαστε ερασιτέχνες φωτογράφοι και κάπως έτσι προέκυψε αυτή η ωραία ιδέα. Έχω προσπαθήσει να μοιράσω παντού αυτό που ένιωσα. Γι’ αυτό γίνεται κι η έκθεση. Θέλαμε να μην το περιορίσουμε στους 45 εθελοντές που συμμετείχαμε στην αποστολή. Θέλουμε να πούμε ότι έγινε κάτι πάρα πολύ όμορφο, ελάτε να το κάνουμε μαζί, να το κάνουμε ομορφότερο».

Αυτή είναι και η σημασία του κολάζ που συμπληρώνεται με την συμβολή των επισκεπτών καθημερινά. Ο τρόπος απλός: Επιλέγετε μία από τις μικρές φωτογραφίες που θα βρείτε πάνω στον ειδικό πάγκο, καθώς και μέσα στο αερόστατο, γράφετε ένα μήνυμα, κάνετε την προσφορά σας -όσα χρήματα θέλετε, χωρίς κανέναν περιορισμό- και την κολλάτε σε ένα από τα δύο σημεία του τοίχου που είναι αφιερωμένα σ’ αυτό. «Αν το ποσό είναι από 15 ευρώ και πάνω, εκείνος που κάνει τη δωρεά μπορεί να διαλέξει μία από τις φωτογραφίες που εκτίθενται και θα την πάρει σαν δώρο στο τέλος της έκθεσης» εξηγεί ο Μανώλης.

Τους πήρε μόλις ενάμιση μήνα περίπου η οργάνωση της έκθεσης κι ευτυχώς, οι χορηγοί, στους οποίους απευθύνθηκαν για την απαραίτητη στήριξη, ανταποκρίθηκαν αμέσως. Η ανεύρεση πόρων έγινε από τον άμεσο κύκλο του Πάνου Σινανίδη, καθώς στράφηκε στη δουλειά του (Vivartia), το σχολείο του γιου του (Παλλάδιο), το ταξιδιωτικό γραφείο ενός συγγενικού του προσώπου (Panos travel) και έναν φίλο του που ασχολείται με εκτυπώσεις, τον Χρήστο Τσώλη. Έτσι, δεν χρειάζεται να επωμιστούν το βάρος των εξόδων, «αλλά μπορούμε και προσφέρουμε στη Φλόγα και την Αction Aid που θα είναι για το καλό και των παιδιών που πάσχουν από καρκίνο, αλλά και των παιδιών που υποστηρίζει η Action Aid μέσω των αναδόχων και των δωρεών» επισημαίνει ο Μανώλης Σαμαράκης.


Βλέποντας τον ενθουσιασμό με τον οποίο περιγράφουν όσα έζησαν και ένιωσαν, δεν γίνεται να μην πιστέψεις ότι πραγματικά κάτι έχει αλλάξει στον τρόπο σκέψης τους και θέλουν να το μοιραστούν. Έκαναν μια προσωπική ανακάλυψη και στη συνέχεια την μετέτρεψαν σε έκθεση φωτογραφίας με αποδέκτες όλους μας.

«Είναι ωραίο να προσφέρεις. Αυτό είναι το μήνυμα» λέει η Μάρω Βερλή. Άλλωστε, «η ανάγκη για αγάπη υπάρχει παντού, ανεξαρτήτως συνόρων».
*Η έκθεση διαρκεί μέχρι την Κυριακή 17 Νοεμβρίου και θα είναι ανοιχτή από τις 11 το πρωί έως τις 10 το βράδυ.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

"O Άλλος Άνθρωπος" σε μια βαθιά ανθρώπινη -πολιτική- πράξη...

Είναι μεσημέρι Κυριακής και οι ήσυχοι δρόμοι του Κεραμεικού έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτό που συμβαίνει στο οικόπεδο του Δημόσιου Σήματος. Πέντε άνθρωποι έχουν στήσει ένα πτυσσόμενο τραπέζι, έχουν βάλει πάνω σακούλες με πατάτες και κρεμμύδια, μια κατσαρόλα καλυμμένη με αλουμινόχαρτο και μια πινακίδα που εξηγεί πως είναι για οικονομική ενίσχυση.
Πίσω τους βρίσκεται αναρτημένο ένα πανό που γράφει σε ελληνικά και αγγλικά ότι προσφέρεται δωρεάν φαγητό. Ένας συμπαθητικός κύριος με μούσι και καπέλο πασχίζει ν’ ανάψει το γκάζι για να μαγειρέψει στο μεγάλο καζάνι και φωνάζει διαρκώς τη Μαρία.
Είναι ο Κώστας Πολυχρονόπουλος, άνεργος από το 2009, όταν απολύθηκε από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν επί 25 χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια γυρίζει καθημερινά την Αθήνα, «και όχι μόνο» όπως λέει, και μαγειρεύει μαζί με τους εθελοντές, αλλά και όποιον περαστικό έχει διάθεση να βοηθήσει, για όλους. «Το φαγητό είναι για όλους, χωρίς διακρίσεις: άστεγοι, άνεργοι, μαύροι, κίτρινοι, Ρομά, Έλληνες, ξένοι».
Πέρασε μια μακρά περίοδο κατά την οποία δεν έβγαινε από το σπίτι και στη συνέχεια αποφάσισε να δράσει. Η αφορμή ήταν η εικόνα δύο παιδιών να μαλώνουν για το ποιος θα πάρει τελικά το σάπιο μήλο που ήταν πεταμένο στα σκουπίδια.
Η κίνηση Κοινωνική Κουζίνα «Ο Άλλος Άνθρωπος», που ξεκίνησε το 2011, έχει βρει υποστηρικτές, αλλά και ανθρώπους που λαμβάνουν την βοήθεια που χρειάζονται.
«Απλώς, δίνω τη βοήθεια που δεν βρήκα εγώ», λέει ο Δημήτρης, άνεργος, εθελοντής στην Κοινωνική Κουζίνα, ο οποίος συμμετέχει από τον Ιούλιο σχεδόν καθημερινά στις δράσεις.
Οι ίδιοι δεν αρνούνται την ανιδιοτελή βοήθεια, όποιος θέλει να μπει στη διαδικασία της προετοιμασίας του φαγητού είναι ευπρόσδεκτος. Αν, λοιπόν, περνάς τυχαία από εκεί μπορεί να βρεθείς να καθαρίζεις κρεμμύδια και πατάτες για το φαγητό της ημέρας, μαζί με τους μόνιμους εθελοντές.
«Κάθε μέρα έρχονται όλο και περισσότεροι εθελοντές» επισημαίνει ο Κώστας Πολυχρονόπουλος. «Κάθε μέρα αυξάνεται ο κόσμος που έρχεται να βοηθήσει, είτε με προσωπική εργασία, είτε με οικονομική ενίσχυση ή σε τρόφιμα. Ο καθένας με ό, τι μπορεί βάζει το δικό του λιθαράκι» προσθέτει η Μαρία που είναι εθελόντρια. «Όπου και να πάμε τελευταία γίνεται χαμός από κόσμο που έρχεται και βοηθάει, προσφέρει, κάθεται να φάει ένα πιάτο φαγητό μαζί μας και συζητάμε» συνεχίζει ο Κώστας Πολυχρονόπουλος.
Δυστυχώς, όπως τονίζει, σημειώνεται μεγάλη αύξηση όσων προσφεύγουν αναγκαστικά στα γεύματα. «Ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από τέτοιες δράσεις σίγουρα αυξάνεται -και από οικογένειες πλέον. Βλέπεις οικογένειες με μικρά παιδιά να έρχονται, γιατί δεν έχουν άλλον τρόπο να ανταπεξέλθουν».
Όσο περνά η ώρα έρχονται κι άλλοι γνώριμοι της δράσης, όλοι βοηθάνε, δεν έρχονται απλώς για το φαγητό. «Μ’ αρέσει η προσφορά από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, γιατί όλοι είμαστε άνθρωποι κι έχουμε το ίδιο πρόβλημα, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο» λέει η Μαρία που βοηθά σε όλα. «Άλλος έχει πρόβλημα επιβίωσης, άλλος πρόβλημα στέγης. Όλοι έχουμε κάτι».
Η Μαρία είναι άνεργη και πρωτοέμαθε για την Κοινωνική Κουζίνα το καλοκαίρι του 2012, όταν είχε πάει στη δράση στο Σύνταγμα. «Μ’ άρεσε αυτή η επικοινωνία, που ο ένας μίλαγε, γνωριζόταν με τον άλλο, αλλά μετά το καλοκαίρι χαθήκαμε για ένα εξάμηνο και τους βρήκα τυχαία στην Κουμουνδούρου πάλι. Άρχισα σιγά-σιγά να πηγαίνω για φαγητό, γιατί δεν είμαι τελείως άστεγη -είχα ένα χώρο να κοιμάμαι μόνο- και πήγαινα και να βοηθήσω και να φάω. Έτσι συνεχίζεται μέχρι σήμερα».
Η διαφορά της Κοινωνικής Κουζίνας «Ο Άλλος Άνθρωπος» σε σχέση με αντίστοιχες δράσεις κρύβεται στην ουσία της, στην ισότητα των ανθρώπων. «Το σημαντικό και το ωραίο» λέει η Βάσω, εθελόντρια και οργανώτρια του «Άλλου Ανθρώπου» στην Σαλαμίνα, «είναι πως δεν πρόκειται για συσσίτιο, δηλαδή υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι είναι εθελοντές -κάποιοι έχουν δουλειά, κάποιοι δεν έχουν, κάποιοι είναι στο δρόμο- κι όμως, καθημερινά μαγειρεύουν, αλλά δεν είναι συσσίτιο. Μαγειρεύουμε για να φάμε όλοι μαζί». Το ίδιο επισημαίνει και η Μαρία. «Δεν είναι ούτε συσσίτιο, ούτε φιλανθρωπία ούτε ελεημοσύνη, είναι η επικοινωνία, το να γίνουμε μια μεγάλη παρέα. Εδώ δεν υπάρχουν ταμπέλες, είμαστε όλοι μαζί, είμαστε όλοι άνθρωποι, μια γροθιά. Ο καθένας βοηθάει σε κάτι, αυτός είναι ο στόχος, να είμαστε όλοι μαζί».
Σκοπός της δράσης είναι «να ενώσει όλο τον κόσμο» λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης.

Μέσα από τέτοιες κινήσεις, όμως, εμφανίζονται και κάποιοι που θέλουν να έχουν όφελος. «Πάντα υπάρχει πρόθεση να εκμεταλλευτούν πολιτικά τη δράση της Κοινωνικής Κουζίνας», εξηγεί ο Κώστας Πολυχρονόπουλος. «Και από πολιτικούς φορείς και από μεμονωμένους ανθρώπους που θέλουν να το εκμεταλλευτούν. Έχουν έρθει και σ’ εμάς και φυσικά, έχουν φύγει. Μόλις τους καταλάβαμε, τους απομονώσαμε». Διευκρινίζει, ωστόσο, πως «δεν στερούμε τη δυνατότητα σε κανέναν να έρθει να φάει ένα πιάτο φαΐ, στερούμε όμως τη δυνατότητα να ενσωματωθεί στην ομάδα για να την εκμεταλλευτεί για προσωπικό ή κομματικό όφελος».
Σήμερα γιατί είναι πιο εύκολο να έρθει κάποιος στα υπαίθρια γεύματα σε σχέση με τον πρώτο καιρό; «Οι άνθρωποι έρχονται πια πιο εύκολα, γιατί έχουν ξεπεράσει τη ντροπή, έχουν ξεπεράσει και το φόβο για το ποιοι ήμασταν. Κατάλαβαν ότι δεν είμαστε από κανέναν πολιτικό, ή κομματικό καλύτερα, φορέα, -γιατί κι αυτό που κάνουμε είναι πολιτική πράξη» εξηγεί. «Μπορεί να μην είναι κομματικοποιημένη, αλλά είναι πολιτική πράξη και θέλουμε να δείξουμε κι εμείς την αντίδρασή μας σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Όχι τώρα, ανέκαθεν συνέβαιναν. Πάντα υπήρχαν οι λίγοι που πλούτιζαν εις βάρος των πολλών. Πάντα ήταν οι λίγοι που παίρνανε αυτά που άξιζαν οι πολλοί, οπότε είναι το ίδιο πράγμα».
Η επιλογή να παραμείνει η δράση ανεξάρτητη από κόμματα και φορείς είναι συνειδητή και παρόλο που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι κάτι τέτοιο δημιούργησε δυσκολίες, ο ίδιος υποστηρίζει το αντίθετο. «Το να πραγματοποιηθούν τα γεύματα είναι εύκολο. Εμείς στηριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στην αλληλεγγύη των ανθρώπων, των απλών ανθρώπων. Για μας απλός άνθρωπος είναι ένας άστεγος, απλός άνθρωπος είναι κι ένας επιχειρηματίας αρκεί να μην θέλει να προβάλλει την επιχείρησή του. Έτσι όπως έρχεται ένας εργαζόμενος με το μεροκάματό του και φέρνει από το υστέρημά του, έτσι δεχόμαστε κι από έναν επιχειρηματία που έρχεται μόνο με το όνομά του, όχι ως επιχείρηση, και φέρνει τα τρόφιμα. Έτσι ξεκίνησε η κουζίνα και έτσι συνεχίζει. Ευτυχώς, είμαστε μια χαρά ακόμα».
Συμμετέχοντας στην Κοινωνική Κουζίνα συνειδητοποιείς πως το να καταφέρουν οι άνθρωποι να βρεθούν επί της ουσίας μαζί είναι ευκολότερο απ’ όσο μοιάζει και κυρίως, εκεί που δεν μπορείς να φανταστείς.
Η Βάσω πιστεύει ότι το σημαντικότερο κέρδος της είναι «ότι γνώρισα κι επικοινώνησα με ανθρώπους που, αν δεν μου δινόταν αυτή η ευκαιρία, ουδέποτε θα γύριζα το κεφάλι μου να δω, γιατί κάποιοι άνθρωποι, είτε από μόνοι τους είτε το σύστημα τους πετάει, βρίσκονται στο περιθώριο. Αν, όμως, καθίσεις και μιλήσεις μαζί τους είναι ενδιαφέροντες, μορφωμένοι, που μπορεί για κάποιο λόγο να βγήκαν στο δρόμο –ως χρήστες ή οτιδήποτε. Κι αυτό είναι το πιο ωραίο». Για τη Μαρία το μείζον είναι «η επικοινωνία, το να γεμίζει ο ένας τα κενά του άλλου».
Όσο η ώρα περνά και ο Κώστας Πολυχρονόπουλος ρυθμίζει τις λεπτομέρειες για τα επόμενα δύο γεύματα που έχουν να ετοιμάσουν την ίδια μέρα, γεννάται η απορία τι κερδίζει από όλο αυτό. «Αγάπη! Πολλή αγάπη και δεν υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από αυτό».
Αρκεί, ωστόσο, για να εξαλείψει την προσωπική ματαίωση; «Σίγουρα τώρα είμαι πιο γεμάτος κι ας είμαι και άνεργος. Είμαι περισσότερο άνθρωπος. Παίζει σπουδαίο ρόλο. Έλεγαν παλιά ότι κάτι κρύβεται μέσα μας. Εγώ κατάλαβα ότι μέσα μας κρύβεται ένας άλλος άνθρωπος ο οποίος είναι πάντα ελεύθερος κι είναι και πιο δυνατός απ’ όλους. Κρύβεται σε όλους. Αυτό είναι η αλληλεγγύη».
Κι έτσι αθόρυβα, αλλά βιαστικά, πήρε το καζάνι για τον επόμενο «μαγειρικό» προορισμό, το Θησείο.