Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Στις αρχές του φθινοπώρου...

Πέρασε ο καιρός κι ήρθε το φθινόπωρο. Οι εποχές έχουν το ρυθμό τους, τη σειρά τους, τη ρουτίνα τους. Ξέρουν πότε και πώς πρέπει να γίνει το καθετί, μόνο εμείς οι άνθρωποι μπερδευόμαστε και μπερδεύουμε, ξεμένουμε σε παρελθοντικές εποχές, αισθήματα, όνειρα, ελπίδες...
Ανεπίδεκτοι να μάθουμε απ' τη ζωή, έντρομοι μπροστά στο άγνωστο, λες και τα γνωστά δεν ήταν κάποτε ξένη γη. Φοβόμαστε την αλλαγή λες και γεννιόμαστε για τη στασιμότητα κι άλλες φορές από τον φόβο γι' αυτή την τελευταία, άτσαλα καταστρέφουμε τις υγιείς σταθερές μας.
Και περνάει ο καιρός κι ακούμε τις προσδοκίες, τις επιθυμίες των άλλων για τις δικές μας ζωές να μοιάζουν με δαμόκλειο σπάθη που ετοιμάζεται να πέσει στο κεφάλι μας.
Φέτος το καλοκαίρι, αν έμαθα κάτι, είναι πως δεν αντέχω τις προσδοκίες, τις απαιτήσεις, τα "πρέπει" των άλλων για τη δική μου ζωή. Μ' έπνιγε η μιζέρια που εγώ έβλεπα σε όσα για εκείνους ήταν η "φυσική εξέλιξη". Στα 25 μου άκουγα ανθρώπους να μου μιλούν για γάμους και παιδιά κάνοντάς με να αναρωτιέμαι αν με πήραν τα χρόνια πριν το καταλάβω. Εδώ που τα λέμε, και να με έπαιρναν τα χρόνια, με ποιο δικαίωμα θα έκανε ο οποιοσδήποτε κριτική στις επιλογές μου, θα μου κουνούσε διδακτικά το δάχτυλο για το πώς "θα έπρεπε" να είναι η ζωή μου και θα προσπαθούσε να αναμειχθεί αυτοβούλως σ' αυτή;
Κάποια στιγμή ήθελα να αρχίσω να τρέχω μακριά (φανταστείτε την Άναμπελ να την κυνηγάει ο Βόγλης με το "στάσου, μύγδαλα", αλλά χωρίς να την φτάνει εντέλει). Κατάλαβα ποιο είναι ένα από τα χειρότερα προβλήματα της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας: ανακατεύεται και έχει άποψη για όλα! Ακόμη και γι' αυτά που εσύ ούτε καν έχεις σκεφτεί, ακόμη και για εκείνα που δεν θέλεις, ούτε ζήτησες, την άποψή τους. Τους χαλάς την εικόνα από την οποία αρνούνται να ξεφύγουν.
Αυτή ξέρουν, αυτήν εμπιστεύονται και οτιδήποτε άλλο είναι ξένο και άρα, μη αποδεκτό.
Σκέφτομαι αρκετά συχνά τον τελευταίο καιρό, τα χάσματα με τους ανθρώπους, από τον τρόπο σκέψης, αντίδρασης, συμπεριφοράς μέχρι το γενικότερο θέμα του τρόπου ζωής που απορρέει από τα μεμονωμένα που ήδη ανέφερα.
Αισθάνθηκα πρώτη φορά ότι με κουράζει αυτή η πόλη. Όσο και να την αγαπώ, όσο και να λατρεύω γωνιές της, άλλο τόσο έχει αρχίσει πια να με κουράζει, έχει ασχημύνει, γιατί οι άνθρωποί της έγιναν κουραστικοί και άσχημοι. Η γκρίνια, η μιζέρια, η διαρκής ετοιμότητα και διάθεση για διαπληκτισμό (στην καλύτερη περίπτωση), η κακία, η κοροϊδία, η βία, το άνευ λόγου και προηγουμένου μίσος για τους ανθρώπους, τη διαφορετικότητά τους, η παντελής έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους κι οι ρυθμοί της πόλης που σε εξοντώνουν. Λεωφορεία, μετρό, ηλεκτρικός... Ατέλειωτες ώρες αναμονής, αγανάκτησης, παραίτησης και μετά ένα στοίβαγμα μέσα σ' αυτά και νιώθεις λιγότερο άνθρωπος και περισσότερο μάζα.
Άνθρωποι έτοιμοι να κάνουν κριτική, να γίνουν επικριτικοί, εριστικοί, αγενείς, προσβλητικοί, άνθρωποι μικρόψυχοι που θεωρούν λογικό το παράλογο και φυσικό το ακραίο.
Κι αναρωτιέμαι πού πήγαν οι άνθρωποι που ξέρουν ν' αγαπούν, να τείνουν χέρι βοηθείας και ευήκοον ους, να χαμογελούν χωρίς υπονοούμενα, να σέβονται και να έχουν τρόπους. Ξέρετε πόσο σημαντικοί είναι οι τρόποι για να κυλά ομαλά η καθημερινότητα;
Χάθηκε κι ο χρόνος... Ο προσωπικός χρόνος που τον διαθέτεις όπως επιθυμείς, τον μοιράζεσαι με αυτούς που θέλεις, τον χαρίζεις και τον επενδύεις σε στιγμές, σε σχέσεις, σε αγαπημένους, σε εν δυνάμει αγαπημένους, σε στόχους, σε όνειρα, σε σκοπούς, σε προσπάθειες, σε ταξίδια.
Οι ρυθμοί της πόλης μάς έκλεψαν τον χρόνο και κατ' επέκταση, τις στιγμές με τους ανθρώπους μας. Την πολυτέλεια να μη σκέφτεσαι τίποτα, ν' αδειάσει το μυαλό σου και να μην νιώθεις ενοχές, ή απλώς, να μπορείς να αδειάσεις το μυαλό σου για μερικά λεπτά, μόνο για λίγο. Τόσο λίγο που να μπορεί να είναι γεμάτη μόνο η καρδιά σου.
Πλήθυναν οι μοναχικοί μέσα σε μια πόλη εκατομμυρίων, πλήθυναν κι οι μόνοι. Κινούμαστε ανάμεσα σε αμέτρητους αγνώστους καθημερινά, περνάμε αξιοσημείωτα μεγάλο χρονικό διάστημα συγχρωτιζόμενοι με παντελώς άγνωστους, κάποιες φορές ακόμη και αντιπαθείς ανθρώπους, κάποιες άλλες, συμπαθέστατους, αλλά νιώθουμε μόνοι. Δεν τους κοιτάμε, δεν μας κοιτούν, προσπερνάμε αδιάφορα, βιαστικά, σχεδόν σαν να μας κυνηγούν, ενώ ίσως αν ήμασταν λίγο πιο προσεκτικοί, αν δίναμε λίγο περισσότερο χρόνο, να νικούσαμε στο τέλος. Να κερδίζαμε στη μάχη με τον αμείλικτο χρόνο έναν σύμμαχο.
Περνάμε τη ζωή μας μπροστά σε μια οθόνη (καλή ώρα!) να φτιάχνουμε σχέσεις κατά πάσα πιθανότητα (ή ως επί το πλείστον) ψεύτικες ή έστω, όχι απόλυτα ειλικρινείς, ώστε να αντέξουν την κατά πρόσωπο επαφή, ή διατηρούμε τις πραγματικές μας σχέσεις μέσω αυτής, γιατί τα προγράμματά μας δεν συμπίπτουν.
Μα αν δεν κοιτάξεις τα μάτια του άλλου να δεις τη χαρά, την αγάπη, τη λύπη, την απορία, τον ενθουσιασμό, τη ζεστασιά, την ανησυχία, τα μυστικά που δεν χωρούν σε λέξεις, το δάκρυ που είναι έτοιμο να κυλήσει, αν δεν του χαϊδέψεις το πρόσωπο, το μπράτσο να νιώσετε πώς είστε πράγματι εκεί μαζί, αν δεν του σφίξεις τα χέρια να γαληνέψεις το φόβο, να διώξεις τη μοναξιά, να του δώσεις θάρρος, να ξέρει σε ποιον να υπολογίζει, να του ζητήσεις καταφύγιο, τότε πώς να μη νιώθεις μόνος; Πώς ν' αναπληρώσουν τη ζωή τα Mbps του δικτύου σου;

Κι έρχεται κι η πραγματικότητα να σου θυμίσει την αποτυχία. Όχι, δεν είναι δική σου, είναι γενική, αλλά αυτή τη μοιραζόμαστε όλοι. Κι η μεγαλύτερη αποτυχία είναι να πάψεις να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να προσπαθείς, να δημιουργείς το χώρο που σου αξίζει, το χώρο που δικαιούσαι στη ζωή. Η μεγαλύτερη αποτυχία είναι να περνά η ζωή και να είναι άδεια ή να τη ζεις με τον τρόπο που σου επιβάλλουν ή επιλέγουν οι άλλοι για σένα. Γιατί όσο κοινότοπο κι αν είναι, έχουμε μόνο μία.
Ευτυχώς, που δεν έχουμε χάσει ακόμη την ικανότητα να αισθανόμαστε, να ονειρευόμαστε κι υπάρχουν άνθρωποι να γίνονται οι φωτεινές ελπίδες για τον κόσμο που δεν εξέπεσε εντελώς και αναπότρεπτα, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύπτουμε διαρκώς κι άλλους.
Καλό φθινόπωρο!