Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Ας ξεχνάς, αρκεί να αισθάνεσαι...

Μπορεί να αντικρίσεις το ωραιότερο βλέμμα και να ξεχάσεις το χρώμα των ματιών. Μπορεί να απολαύσεις την ωραιότερη θέα, το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα και να ξεχάσεις την εικόνα. Μπορεί να μυρίσεις το πιο ευωδιαστό άρωμα, να γευθείς το απαύγασμα της γαστριμαργικής τελειότητας, να έχεις ζήσει μοναδικές στιγμές που δεν μπορείς να θυμηθείς λεπτομέρειες. Μπορεί να έχεις ακούσει ΤΟ τραγούδι και να μην θυμάσαι τη μελωδία ή τα λόγια. Αυτό που δεν θα ξεχάσεις ποτέ είναι τί σε έκανε να αισθανθείς. Η μνήμη που καταγράφει μηχανικά τα γεγονότα εύκολα διαγράφει ή παραλείπει, η συναισθηματική μνήμη ποτέ. Είναι μια τεράστια αποθήκη συναισθημάτων και εναλλαγής εντάσεων αυτών που δεν παρακάμπτει και δεν στέλνει τίποτε στον κάδο ανακύκλωσης.
Ξεχνώ λόγια, στιγμές, εικόνες, διάφορες μικρές ή μεγάλες λεπτομέρειες, αλλά ποτέ δεν ξεχνώ το συναίσθημα, τί ένιωσα εκείνη τη στιγμή, είναι σαν να επαναλαμβάνεται μέσα μου, σαν αναπαράσταση, αναβίωση, αλλά μόνο στο συναίσθημα. Κάτι σαν αυτό που συμβαίνει όταν βλέπουμε παλιές φωτογραφίες ή φωτγραφίες αγαπημένων προσώπων, μπορεί να μην θυμόμαστε ακριβώς πώς βγήκε αυτή η φωτογραφία, αλλά ασυναίσθητα σχηματίζεται στο πρόσωπό μας ένα μεγάλο, αυθόρμητο κι ειλικρινές χαμόγελο. Άλλες πάλι, που βλέπουμε εικόνες ανθρώπων που έφυγαν, μας πλημμυρίζει μια θλίψη ή θυμός και πόνος, ανάλογα με το τί εννοούμε με το "έφυγαν". Εκείνη τη στιγμή είναι που το συναίσθημα παίρνει το λόγο και εν ολίγοις, κάνει κουμάντο.
Δεν ξέρω αν σημασία έχει να γεμίσεις με όμορφες εικόνες, όμορφες μελωδίες, γεύσεις κι αρώματα, με ωραίες αναμνήσεις... ή απλώς, με αληθινά και υπέροχα συναισθήματα.
Σήμερα το απόγευμα κάνοντας μια βόλτα περπατώντας πέρασα από πολλούς δρόμους, πολλά κτίρια, αλλά δεν υπάρχουν στη μνήμη μου. Αυτό που ακόμα αισθάνομαι είναι ο αέρας που φύσαγε κι έπαιζε με τα μαλλιά μου, η αίσθηση ελευθερίας που μου έδινε, η χαρά μου κοιτώντας τη σκιά μου με το παιχνίδι του αέρα, η έκπληξη φτάνοντας στο πάρκο, λες και το ανακάλυπτα πρώτη φορά, πώς είναι δυνατόν να είναι κάτι τόσο όμορφο, τόσο κοντά κι εγώ να το αγνοώ. Όταν ανέβηκα το λοφάκι δεν πρόσεξα τόσο τη θέα, όσο το καρδιοχτύπι της προσπάθειας ν' ανέβω -καθώς μια υψοφοβία την έχω- και μια βαθιά αναπνοή ανακούφισης που κατεβαίνει ως το στομάχι συνοδεύοντας το καρδιοχτύπι. Η ψυχρούλα που ένιωθα στην πλάτη, αλλά η άρνησή μου να βάλω μπουφάν, γιατί...τώρα αισθάνομαι, τώρα όλοι οι αισθητήρες μου είναι σε εγρήγορση, τώρα αποκομίζω μνήμες, τώρα ζω. Σ' αυτή την ησυχία, την απόσταση από την καθημερινότητα, σ' αυτή τη βαθιά ανάσα.
Α! Κι εκείνη η επαναλαμβανόμενη διαπίστωση: "πρέπει να έρθουμε μια μέρα με τα κορίτσια, θα' ναι σαν εκδρομή μες στην πόλη" και μετά πάλι μια ανησυχία και υπενθύμιση "να μην ξεχάσω να τους το πω".
Γύρω απ' την λίμνη κόσμος να χαζεύει τις πάπιες κι εγώ να έχω μια εσωτερική διαμάχη "μα δεν είναι πάπιες, χήνες είναι, οι πάπιες έχουν πλακουτσωτά ράμφη, αυτές έχουν μυτερά, είναι χήνες" και λίγο αργότερα η αμφιβολία εκφράζεται και εντέλει, αποδεικνύεται. Ναι, ήταν χήνες, παιχνιδιάρες κι ερωτιάρες, εμ, βλέπετε άνοιξη. Όσο έπαιζαν εγώ σκεφτόμουν ένα αστείο με μια φίλη μου που περιείχε και πληροφορία για τους κροκόδειλους. Οι κροκοδειλίνες κάνουν φυσαλίδες για να προσεγγίσουν τον κροκόδειλό τους, όπως καταλαβαίνετε αναπτύξαμε με τη φίλη μου ολόκληρο συλλογισμό γύρω από το κροκοδειλίσιο φλερτ. Όσο το σκεφτόμουν χαμογελούσα και ήθελα να γελάσω, αλλά θα έπρεπε να εξηγήσω γιατί και δεν ήμουν πολύ σίγουρη ότι είχα διάθεση και λόγο να το κάνω.
Όταν πια είδαμε παπάκια, πήρα μια χαρά, σαν παιδί σε ζωολογικό κήπο! Μέσα μου ακούγονταν ανάκατες φωνούλες "αυτά είναι παπάκια, αυτά είναι παπάκια, με το πλακέ το ράμφος" και ύστερα από λίγο η διαπίστωση του μπαμπά μου "ναι, τελικά είχες δίκιο, είναι διαφορετικό το ράμφος", αλλά εκείνη τη στιγμή εγώ έβλεπα δυο μικρά ήσυχα παπάκια, χνουδωτά-χνουδωτά, στο χρώμα του σταριού, που μ' έκαναν να χαμογελώ σαν 5χρονο.
Ίσως η ζωολογία να μην έχει σημασία, αλλά η χαρά, η ηρεμία, η απόσταση, η ανάσα, η ησυχία, το αεράκι που έπαιζε και με χάιδευε, η πλάτη μου που κρύωνε λιγάκι, τα χαλίκια κάτω από τα πόδια μου που γίνονταν αισθητά ακόμα κι απ' τα αθλητικά, ο πόνος στον ώμο απ'την τσάντα που με ανάγκασε να την βάλω στο άλλο χέρι κι εκείνη η πραότητα που με διακατείχε και με εξέπληξε, είχε μεγάλη σημασία για μένα.
Αν μπορώ να αισθάνομαι τόσο όμορφα και ήρεμα πιο συχνά, τότε θα είμαι ένα βήμα πιο κοντά στη ζωή που θέλω να ζήσω. Με απλά, μικρά, όμορφα κι αληθινά πράγματα, που βάζουν σε σειρά τις σκέψεις, την ψυχή και τιθασεύουν την αναστάτωση.
Τί κρίμα η επίδρασή τους να κρατά τόσο λίγο...
Θα σας μιλήσω εκτενώς για το πάρκο, αλλά ας αφήσουμε την πεζότητα και την πραγματικότητα απόψε.
Κρίμα να μην υπάρχει κανείς που να εκτιμά τα συναισθήματα που σου προκαλεί κάτι τέτοιο και αντ' αυτού, πασχίζουν να διαταράξουν την γαλήνη σου...
Αααχ...