Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Όταν ο αγώνας για δικαιοσύνη σε οδηγεί στην απόλυτη αδικία...

Πολλές φορές στην προσπάθεια να αποδοθεί δικαιοσύνη, να διεκδικήσεις το δίκιο σου, γίνεται εμμονή, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που παύεις να είσαι δίκαιος, παρασύρεσαι από μια δίνη μίσους κι εκδίκησης και μένεις μετέωρος σε μια θάλασσα αίματος και ωμής βίας.
Ο Κόλχαας είναι ένας έμπορος αλόγων στη Γερμανία του 16ου αιώνα, με τη γυναίκα του, Λιζέτα, τους δύο γιους του, τους υπηρέτες, τον βοηθό του, Έλζε, και τα άλογά του. Τα πολύτιμα γι' αυτόν και πηγή υπερηφάνειας άλογά του.
Αποφασίζει να πάει στο παζάρι αλόγων για να πουλήσει κάποια εξ αυτών, μεταξύ των οποίων τα δύο καμάρια του. Δύο μαύρα άλογα ράτσας, πανέμορφα, δυνατά, υγιή, που θα του απέφερε υψηλά κέρδη η πώλησή τους.
Λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουν στην πόλη, τους πιάνει βροχή κι ο κορμός ενός δέντρου κλείνει το δρόμο. Σ' εκείνο το σημείο βρίσκεται ο πύργος ενός πλούσιου άρχοντα, ο φρουρός του οποίου του ζητά να δει την άδειά του, ώστε να του επιτρέψει να περάσει.
Το εμπόριο όμως, είναι ελεύθερο στην επικράτεια της Γερμανίας, δεν χρειάζεται άδεια. Ο φρουρός επιμένει κι ο άρχοντας με τους καλεσμένους του βγαίνουν από τον πύργο κι αρχίζουν να περιεργάζονται τα άλογα, κανείς δεν δίνει σημασία στον Κόλχαας. Εκείνος αρχίζει να δυσανασχετεί μέχρι τη στιγμή που του ζητά να του τα πουλήσει. Ο Κόλχαας λέει μια τιμή, ο άρχοντας τα βρίσκει πολλά κι οι καλεσμένοι του αρχίζουν να γελούν, το ίδιο συμβαίνει και στην αντιπροσφορά, ώσπου ο άρχοντας προτείνει ν' αφήσει τα άλογα ως ενέχυρο στο στάβλο του μέχρι εκείνος να πάει στην πόλη και να βγάλει την άδεια.
Ο Κόλχαας το σκέφτεται κι αφήνει μαζί τον Έλζε, που γνωρίζει πώς πρέπει να φροντίζει τα άλογα, δίνοντας του χρήματα για να είναι όλα όπως πρέπει. Συνεχίζει για την πόλη κι αφού πουλάει κάμποσα από τα άλογά του, πηγαίνει να βγάλει άδεια, μα ο υπάλληλος του εξηγεί πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται, γιατί το εμπόριο είναι ελεύθερο στην χώρα. Όταν του εξιστορεί τί ακριβώς συνέβη, ο υπάλληλος γελά και του λέει πως τον ξεγέλασαν. Το ίδιο του λένε και οι φίλοι του στο παζάρι.
Η προσβολή κι η ταπείνωση που νιώθει είναι τεράστια, στη σκέψη και μόνο πως τον περιγελούν λες κι είναι κανένας δούλος και κρατούν τα ανεκτίμητα άλογά του, θυμώνει, απαιτεί μια συγνώμη.
Στον πύργο κανείς δεν του απαντά, οι πόρτες σφαλιστές, τα παράθυρα κλείνουν απότομα, ψυχή πουθενά. Αποφασίζει να πάρει μόνος από το στάβλο τα άλογά του, αλλά εκείνα άφαντα. Ακούει ένα γνώριμο χλιμίντρισμα...από το χοιροστάσιο. Τα πανέμορφα άλογά του κοκαλιάρικα, πληγωμένα, κατάκοπα, στριμωγμένα στο χοιροστάσιο κι η λάσπη ως το στήθος τους. Πώς κατάντησαν έτσι; Από ποιον να ζητήσει το λόγο, ο άρχοντας δεν ευθύνεται για τη φροντίδα τους, ο Έλζε πού είναι; Άφαντος.
Απ' το μυαλό του περνούν τα χειρότερα, αυτό το αχάριστο πλάσμα που το μεγάλωσε από μικρό παιδί, τον έκλεψε κι εξαφανίστηκε αφήνοντας τα άλογα έρμαιο. Γυρίζει στο σπίτι του και μπαίνει στο δωμάτιο του νεαρού βοηθού του. Ο Έλζε κουλουριασμένος, βήχει κρατώντας ένα μαντήλι και κάθε φορά γίνεται όλο και πιο κόκκινο. Με όσες δυνάμεις έχει, εξηγεί τί ακριβώς συνέβη και τα ζώα κατάντησαν έτσι, αλλά και το ότι οι φρουροί του άρχοντα του επιτέθηκαν και δεν σταμάτησαν ούτε όταν έπεσε αναίσθητος στο χώμα.
Νιώθει πως ο κύκλος του κόσμου του και της δικαιοσύνης  έχει σπάσει, έχει μια ρωγμή που πρέπει να διορθωθεί άμεσα. Ο νόμος. Αυτή είναι η λύση, υπάρχουν νόμοι απέναντι στους οποίους όλοι είμαστε ίσοι, από τον τελευταίο χωριάτη μέχρι τον πιο πλούσιο άρχοντα. Απευθύνεται στον δικηγόρο του που αναλαμβάνει την υπόθεση και περιμένει να περάσουν οι μέρες μέχρι να έρθει το χαρτί για την εκδίκαση της υπόθεσης. Δεν έρχεται. Αντ' αυτού εμφανίζεται ένας φίλος του που του λέει πως πέρασε από το δικηγόρο και του είπε ότι θα του δώσει εκείνος τα λεφτά για τα άλογα, αλλά δεν θέλει ν' ασχοληθεί με την υπόθεση άλλο, γιατί ο άρχοντας έχει σχέσεις με τη δικαιοσύνη. Θα ήταν χαμένο παιχνίδι. Άλλωστε, είναι απλώς δύο άλογα, ξέχασέ τα.
Εκείνος όμως δεν μπορεί, έχει σπάσει ο κύκλος κι είναι σαν να αποσπάστηκε ένα κομμάτι από την καρδιά του, σαν να κινείται ο κόσμος του σε άλλη τροχιά.
Η γυναίκα του θέλει να του πει πως πράγματι, είναι μόνο δυο άλογα, αλλά ξέρει ότι δεν πρέπει -και δίνει τη λύση. Κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα είναι η μέρα του λαού στο παλάτι, ο αυτοκράτορας δέχεται τους πολίτες, για την ακρίβεια γράφουν τα στοιχεία της υπόθεσής τους κι εκείνος τα διαβάζει κι αποφασίζει. Έχουν άλλωστε γνωστό που μπορεί να τους βοηθήσει, ώστε να επιλέξει ο αυτοκράτορας τη δική τους υπόθεση. Θα το κανονίσει με το θαλαμηπόλο. Θα πάει η ίδια, όλα θα φτιάξουν. Η Λιζέτα πηγαίνει ντυμένη με το νυφικό της φόρεμα, περιμένει στην κολόνα όπως έχουν συνεννοηθεί, κόσμος γεμίζει ασφυκτικά το χώρο, ο αυτοκράτορας μπαίνει, ο θαλαμηπόλος κάνει το σήμα, η Λιζέτα σκύβει να περάσει από τον κόσμο, τρέχει με φόρα, οι φρουροί αιφνιδιάζονται, νομίζουν πως επιτίθεται, την σπρώχνουν, πέφτει, χτυπάει στο σβέρκο. Είκοσι μέρες μετά, ο Κόλχαας περιμένει ανήσυχος τη Λιζέτα, η οποία βγαίνει σε φορείο από την άμαξα και ξεψυχά μες στο σπίτι λίγο μετά.
Δεν της άξιζε να πεθάνει έτσι. Το τελευταίο πράγμα που έκανε ήταν να του δείξει ένα βιβλίο, το οποίο μόλις το άνοιξε είδε υπογραμμισμένη τη φράση "να μπορείς να συγχωρείς αυτόν που έχει βάψει με το αίμα σου τα χέρια του". Δεν μπορεί να το καταλάβει, είναι εξοργισμένος, θέλει απεγνωσμένα εκδίκηση και θα την πάρει. Διευθετεί τα πάντα, κηδεύει τη γυναίκα του κι ετοιμάζεται να σκοτώσει τον άρχοντα και να πάρει τα άλογά του. Επτά υπηρέτες μαζί του έφιπποι.
Ο άρχοντας έχει ζητήσει προστασία σε μια κοντινή πόλη, δεν τους επιτρέπουν να μπουν. Κολλάνε πάπυρους στις εισόδους της πόλης που γράφουν πως ζητά να αποδοθεί δικαιοσύνη. Μέσα σε τρεις μέρες πρέπει να του έχει επιστρέψει τα άλογα, αλλιώς με φωτιά και σίδερο θα καταστρέψει την πόλη.  Όποιος θέλει μπορεί να τον ακολουθήσει.
Δεν τον πιστεύουν. Τα ζώα δεν επιστρέφονται και, τη στιγμή που γυρίζει να πει στους άνδρες να μπουν, βλέπει πως έχουν γίνει τριάντα. Μπαίνουν, σκοτώνουν, καταστρέφουν, καίνε, λεηλατούν. Ο άρχοντας πήγε σε μεγαλύτερη πόλη να κρυφτεί. Το ταξίδι του ολέθρου συνεχίζεται, ακόμη και πρίγκιπες στέλνουν άντρες να του επιτεθούν για να τον νικήσουν, αλλά και να τον υποστηρίξουν. Μπροστά στην οργανωμένη στρατιωτική επίθεση τα χάνει, νιώθει δέος μπροστά στην αυτοπεποίθηση της σίγουρης νίκης του αντιπάλου. Έχει διώξει τους άντρες του, να κρυφτούν στο δάσος, όταν οι έφιπποι στρατιώτες πλησιάζουν, τους φωνάζει να βγουν και τους περικυκλώνουν. Από το μηδέν, ο Κόλχαας κι ο "στρατός" του νικά τους ετοιμοπόλεμους στρατιώτες. Λάβαρα σε κοντάρια, το όνομα Κόλχαας σε κάθε επίθεση, κάθε δολοφονία, κάθε λεηλασία, κάθε βιασμό. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί τα αιματοβαμμένα χέρια του, από αίμα αθώων, δικαίων που πεθαίνουν άδικα, αλλά γιατί; Και από ποιον;
Τους φωνάζει να σταματήσουν, πηγαίνει σ' έναν σοφό γέροντα να μιλήσει μαζί του, να τον βοηθήσει. Εκείνος του λέει πως θα ζητήσει εκ μέρους του αμνηστία, αν ορκιστεί πως θα διαλύσει το στρατό του, θα πάψει να ζητά εκδίκηση, θα γυρίσει στο σπίτι του κι μάλιστα ο ίδιος θα φροντίσει να γίνει κανονικά η δίκη. Το να μπορείς να συγχωρείς, μια τόσο παλιά, αλλά και τόσο ιερή λέξη, η συγχώρεση, είναι το πιο πολύτιμο, το πιο σημαντικό. Μα θέλει εκδίκηση, αλλά στην εκδίκηση δεν χωρά η συγχώρεση, ούτε κι ο Θεός. Ο γέροντας μπορεί να του εγγυηθεί πως θα φροντίσει να ξανάρθει κοντά στους ανθρώπους, ας καταφέρει αυτό και θα έρθει και στο Θεό με τον καιρό. Ο Κόλχαας το σκέφτεται, έχει αμφιβολίες, αλλά τελικά ορκίζεται.
Γυρίζει στο σπίτι του, στα παιδιά του και περνάει τρεις μήνες σχεδόν υπέροχους, φτάνοντας στον έβδομο, όμως, χαρτί για τη δίκη δεν έχει έρθει,οι φίλοι του τον συμβουλεύουν να το ξεχάσει. Άλλωστε, εκείνος έχει για μάρτυρα έναν απλό υπηρέτη, ενώ ο άρχοντας τόσους μορφωμένους και πλούσιους καλεσμένους, θα πουν πως του πούλησε τα άλογα και μετά ήθελε να τα πάρει πίσω. Ποιον θα πιστέψουν; Μάλιστα, πολλοί από τις ομάδες που απάρτιζαν το "στρατό" του έχουν αρχίσει να δρουν μόνοι τους, λεηλατώντας με το λάβαρο και το όνομα του Κόλχαας.
Η οργή επανέρχεται. Και το ίδιο βράδυ χτυπά την πόρτα του ένας άντρας, του δίνει ένα γράμμα που λέει να ξαναενωθεί μαζί τους και να εκδικηθεί. Λέει πως δεν θα το κάνει, αλλά αναιρεί τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι, όμως, η στιγμή που οι φρουροί του αυτοκράτορα βρίσκονται έξω από την πόλη και μόλις ο Κόλχαας βγαίνει, τον συλλαμβάνουν για αθέτηση της αμνηστίας.
Καταδικάζεται σε θάνατο δι΄απαγχονισμό. Τον μεταφέρουν σε μια άμαξα με κάγκελα, ο πρίγκιπας, που έχασε στη μάχη τους 300 άνδρες του, το μαθαίνει και σταματά την άμαξα έτοιμος να του ορμήσει, μέχρι που βλέπει το πρόσωπό του και λιποψυχά. Η άμαξα φεύγει κι εκείνος επί ώρες δεν συνέρχεται παρά τις προσπάθειες των γύρω του.
Ο Κόλχαας είναι ο άντρας που στο λαιμό του κρατά ένα χαρτί με τη μοίρα του πρίγκιπα της Σαξονίας, πρέπει να τον σώσει για να πάρει αυτό το μικρό χαρτάκι. Μια ιστορία ετών που ξεκίνησε με μια τσιγγάνα που του είπε τη μοίρα σε ένα πανδοχείο, δεν την πίστεψε, την κορόιδεψε, αλλά λίγο αργότερα οι προβλέψεις της επαληθεύτηκαν. Εκείνη η τσιγγάνα του είχε πει πως σ' αυτό το χαρτάκι θα γράψει τη μοίρα του, το έβαλε σ' ένα μεταλλικό κουτάκι που είχε κρεμασμένο στο λαιμό της και πριν βγει από το πανδοχείο το έβγαλε και το φόρεσε σ' έναν άντρα λέγοντάς του "αυτό κάποτε θα σου σώσει τη ζωή Κόλχαας, μην το βγάλεις ποτέ".
Ναι, ο άντρας που χρόνια έψαχνε απεγνωσμένα ο πρίγκιπας ήταν ο Κόλχαας. Για να καταφέρει να πάρει το πολυπόθητο χαρτάκι έφτασε στο σημείο να εκλιπαρεί τον αυτοκράτορα να δώσει χάρη στον Κόλχαας και υπόσχεται πως θα τον βγάλει απ' τη χώρα, ώστε κανείς να μην ξανακούσει τίποτε γι' αυτόν. Ο αυτοκράτορας αρνείται και τον διώχνει. Η σκέψη όμως τον βασανίζει. Κάτι πρέπει να κάνει!
Θα τον απαγάγει, αλλά πρέπει να το ξέρει, για να κάνει το σήμα ότι δέχεται, να ξέρει πότε πρέπει να κινηθεί, πώς θ' αντιδράσει. Πώς θα καταφέρει να τον ενημερώσει; Μόνο ο ιερέας πηγαίνει στους θανατοποινίτες για να τους εξομολογήσει. Αυτή είναι η λύση! Ο ιερέας.
Πηγαίνει να τον βρει, του εξηγεί τί θέλει, τον πληρώνει γενναιόδωρα, εκείνος γενναιόδωρα με τη σειρά του δέχεται τα χρήματα και εξηγεί στον Κόλχαας τί πρέπει να κάνει.
Το μόνο που έχει να κάνει είναι να βγάλει από το κουτί το χαρτάκι, αυτό θα είναι το σήμα, μετά θα τον απαγάγουν και θα του δώσει ο πρίγκιπας ό,τι θέλει, γη, πλούτη, αλλά εκτός χώρας. Θα 'ναι όμως ελεύθερος. Σε μια άλλη γλώσσα, άλλη γη, αλλά ελεύθερος να μάθει στα παιδιά του τί είναι δίκαιο και σε ποια πλευρά πρέπει να κινούνται.
Αυτό είναι ένα αγκάθι. Αν το κάνει, τότε αυτός ο κύκλος θα σπάσει οριστικά, όπως έγινε μία, θα ξαναγίνει. Δεν θα υπάρχει πια δικαιοσύνη.
Ανεβαίνει τα σκαλιά, κοιτάζει την αγχόνη και βλέπει αυτό τον περίφημο κύκλο. Αυτός είναι τελικά ο κύκλος του κόσμου, της ζωής, της δικαιοσύνης. Για μια στιγμή αμφιταλαντεύεται. Είναι απλώς ένα χαρτάκι, ένα χαρτάκι και θα' ναι ελεύθερος. Είναι απλώς ένα χαρτάκι. Βγάζει το χαρτάκι, το υψώνει. Ακριβώς, είναι απλώς ένα χαρτί. Και ξαφνικά, το βάζει στο στόμα του, το μασάει, το καταπίνει και παραδίνεται στην αγχόνη, στο σκοινί που τεντώνει και τον πνίγει. Γιατί ξεκίνησε ν' αναζητά τη δικαιοσύνη κι έφτασε να είναι ο ίδιος πιο άδικος, χειρότερος ακόμη. Μόλις το συνειδητοποίησε έπρεπε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη του κόσμου, έστω και με το θάνατό του.
Μια εκπληκτική παράσταση, ένας συγκλονιστικός μονόλογος (ναι, ναι, όλα τα παραπάνω είναι όσα μας αφηγείται ένας μόνο άνθρωπος) από τον Νίκο Αλεξίου. Οι απίστευτες εναλλαγές των χαρακτήρων, σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλάζει διάθεση και χαρακτήρες, η ρυθμικότητα, η ερμηνεία που σε συγκινεί, το βάρος της ιστορίας, η εκφραστικότητα και η ένταση παρά το γεγονός ότι καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι καθηλωμένος σε μια καρέκλα.
75 λεπτά που σε συνεπαίρνουν.
Το ταλέντο αυτού του ανθρώπου είναι μοναδικό. Τα μάτια σου δεν μπορούν να φύγουν από πάνω του, κάθε χαρακτήρα που υποδύεται νιώθεις σαν να είναι ο ίδιος.
Κι η δικαιοσύνη ένα θέμα βαρύ σε συνδυασμό με τη βία. Γιατί η βία γεννά βία και το δίκαιο χάνεται, εξαφανίζεται. Η τυφλή βία, η σφοδρότητα με την οποία μια "επανάσταση ιδανικών" μπορεί να σπείρει τον όλεθρο, είναι αυτά που θέλει να υπογραμμίσει το έργο και κάτι πολύ σημαντικό: η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Ο Κόλχαας αναλαμβάνει εξολοκλήρου την ευθύνη των πράξεών του και πεθαίνει γι' αυτό. Γιατί η δικαιοσύνη πρέπει να αποδοθεί, ακόμη και με το θάνατό του.

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη μέχρι τέλος Μαΐου στο θέατρο Τόπος Αλλού ο Νίκος Αλεξίου(μεταφραστής, σκηνοθέτης και ερμηνευτής της παράστασης) θα παρουσιάζει τον μονόλογο "Κόλχαας", μια παράσταση για τη δικαιοσύνη, την εμμονή γι' αυτή, που μπορεί να οδηγήσει σε εγκλήματα κατά πολύ ειδεχθέστερα και με πρωτοφανή βιαιότητα, εξαλείφοντας κάθε έννοια δικαίου.
Μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε, είναι εμπειρία. Αν σας πω δε, πως πρόκειται για πραγματική ιστορία που συνέβη κάπου στο 1500μ.Χ. στη Γερμανία, νομίζω καταλαβαίνετε γιατί έχει σημασία να το δείτε.
Ο κ. Νίκος Αλεξίου με εντυπωσίασε ακόμη μια φορά. Περιμένω την επόμενη παράστασή του, ως τότε όμως έχω τη δύναμη αυτής.